·
Ορισμένοι
ρηματικοί τύποι παρουσιάζουν μεταξύ τους ομοιότητες.
Όμοιοι
τύποι του ενεστώτα των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων
Το
γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
το
β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης φωνής.
π.χ.:
πράττει,
τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ
(γ΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.) και
πράττει,
τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ
(β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.).
Το
γ΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής ομοιάζει με
το
β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.
π.χ.:
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ
(γ΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ
(β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ
(β΄ ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.).
Το
α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής ομοιάζει με
το
α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
λύω,
τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
λύω,
τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.).
Το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής ομοιάζει με
το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
παιδεύετε,
τιμᾶτε, ποιεῖτε,
ποιεῖτε, δουλοῦτε
(β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
παιδεύετε,
τιμᾶτε, ποιεῖτε,
ποιεῖτε, δουλοῦτε
(β΄ πληθ. προστ. ενεστ. ε.φ.).
Το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης φωνής ομοιάζει με
το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.
π.χ.:
παιδεύεσθε,
τιμᾶσθε, ποιεῖσθε,
δουλοῦσθε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
παιδεύεσθε,
τιμᾶσθε, ποιεῖσθε,
δουλοῦσθε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. μ.φ.).
Όμοιοι
τύποι των συντελικών χρόνων:
Το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου μέσης φωνής ομοιάζει με
το
β΄ πληθυντκό πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου μέσης φωνής.
π.χ.:
πεπαίδευσθε,
τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. οριστ. παρακ. μ.φ.)
πεπαίδευσθε,
τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. προστ. παρακ. μ.φ.).
Όμοιοι
τύποι των άλλων χρόνων των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων:
Το
α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
το
α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
τάξω,
τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. οριστ. μελλ. ε.φ.)
τάξω,
τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. υποτ. αορ. ε.φ.).
Το
γ΄ ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου ενεργητικής φωνής ομοιάζει με
το
β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου μέσης φωνής και με
το
απαρέμφατο αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
πράξαι,
τιμῆσαι, ποιῆσαι,
δουλῶσαι (γ΄ ενικ. ευκτ. αορ. ε.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι,
δουλῶσαι (β΄ ενικ. προστ. αορ. μ.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι,
δουλῶσαι (απαρέμφατο αορ. ε.φ.).
Άλλοι
όμοιοι τύποι των συνηρημένων ρημάτων:
Τα
συνηρημένα ρήματα παρουσιάζουν αρκετούς όμοιους τύπους, όπως:
α)
το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
το
β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ.
τιμῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμῶ (β΄ενικ. προστ. ενεστ. μ.φ.)
το
γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
β΄
ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής των ρημάτων σε
-άω:
π.χ.
τιμᾷ (γ΄ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (γ΄ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.)
β)
το β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής, υποτακτικής και ευκτικής ενεργητικής
φωνής των ρημάτων σε -όω:
οριστική υποτακτική ευκτική
β΄εν.: δουλοῖς δουλοῖς δουλοῖς
γ΄εν.: δουλοῖ δουλοῖ δουλοῖ
Ομοιότητες
παρατηρούνται ακόμη ανάμεσα σε ρηματικούς και ονοματικούς τύπους. Ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει να δοθεί στους εξής:
Το
γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει με τη δοτική
ενικού τριτόκλιτου ουσιαστικού σε –ις.
π.χ.:
λύσει
– τῇ λύσει,
ποιήσει
- (τῇ) ποιήσει.
Το
γ΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
τη
δοτική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
ἄρχουσι(ν) – τοῖς ἄρχουσι(ν)
τιμῶσι(ν) - τοῖς τιμῶσι(ν)
ποιοῦσι(ν) - τοῖς ποιοῦσι(ν)
δουλοῦσι(ν) - τοῖς δουλοῦσι(ν)
Το
γ΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα και αορίστου μοιάζει με
τη
γενική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα.
π.χ.:
προστακτική
- μετοχή ενεστώτα προστακτική -
μετοχή αορίστου
γραφόντων
– τῶν γραφόντων
τιμώντων
- (τῶν) τιμώντων
ποιούντων
- (τῶ) ποιούντων
δουλούντων
- (τῶν) δουλούντων γραψάντων – τῶν γραψάντων
τιμησάντων
- (τῶν) τιμησάντων
ποιησάντων
- (τῶν) ποιησάντων
δουλωσάντων
- (τῶν) δουλωσάντων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΩΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ OMOHXΩΝ ΤΥΠΩΝ
Τα
ρήματα αἰρῶ και λέγω σχηματίζουν ομόηχους τύπους στους
συντελικούς χρόνους:
ᾕρηκα → παρακείμενος του
ρ. αἱρῶ
εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του
ρ. αἱροῦμαι
εἴρημαι → παρακείμενος του
ρ. λέγομαι
ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του
ρ. αἱροῦμαι
εἰρήμην → υπερσυντέλικος του
ρ. λέγομαι
Τα
ρήματα αἴρομαι και ἐρωτῶ σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι
ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ.
ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ.
αἴρομαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ.
ἐρωτῶ
Τα
ρήματα αἰτοῦμαι και ἠττῶμαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
ᾔτημαι → παρακείμενος του
ρ. αἰτοῦμαι
ἥττημαι → παρακείμενος του
ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήμην → υπερσυντέλικος του
ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήμην → υπερσυντέλικος του
ρ. ἡττῶμαι
ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω
εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ.
ἄρχομαι
εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ.
εἴργομαι
ἦργμαι → παρακείμενος του
ρ. ἄρχομαι
εἶργμαι → παρακείμενος του
ρ. εἴργομαι
ἤργμην → αυπερυντέλικος του
ρ. ἄρχομαι
εἴργμην → υπερσυντέλικος του
ρ. εἴργομαι.
Το
ρήμα βάλλω, -ομαι σχηματίζει όμοιους και ομόηχους τύπους:
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ.
βάλλω
ἔβαλλον → παρατατικός του
ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄
του ρ.
βάλλομαι
ἐβαλλόμην → παρατατικός του
ρ. βάλλομαι
βάλλε
→ προστακτική ενεστώτα του ρ.
βάλλω
βάλε
→ προστακτική αορίστου β΄ του
ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαράμφατο μέλλοντα του ρ.
βάλλω
βαλεῖν → απαρέμφατο αορίστου του ρ.
βάλλω
βαλών,
-οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του
ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή
μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλλόμενος,
-η, -ον → μετοχή ενεστώτα του ρ.
βάλλομαι
βαλόμενος,
-η, -ον → μετοχή αορίστου β΄ του
ρ. βάλλομαι
Τα
ρήματα ἵεμαι, οἶδα
και φέρομαι στον μέλλοντα σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
Το
ρήμα λείπομαι σχηματίζει ομόηχους τύπους μα τα ρήματα λύομαι και λαμβάνω,
-ομαι:
λείψομαι
→ μέλλοντας του ρ. λείπομαι
λήψομαι
→ μέλλοντας του ρ. λαμβάνω
λειφθήσομαι
→ παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι
→ παθητικός μέλλοντας του ρ.
λαμβάνομαι
ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι
λέλειμμαι
→ παρακείμενος του
ρ. λείπομαι
λέλυμαι
→ παρακείμενος του
ρ. λύομαι
ἐλελείμμην → υπερσυντέλικος του
ρ. λείπομαι
ἐλελύμην → υπερσυντέλικος του
ρ. λύομαι.
Τα
ρήματα πάσχω και πείθομαι σχηματίζουν όμοια τον μέλλοντα:
πείσομαι
→ μέλλοντας του ρ. πάσχω
πείσομαι
→ μέλλοντας του ρ. πείθομαι
Τα
ρήματα πείθομαι και πυνθάνομαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ἐπειθόμην → παρατατικός του
ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄
του ρ.
πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄
του ρ.
πυνθάνομαι
πέπεισμαι
→ παρακείμενος του
ρ. πείθομαι
πέπυσμαι
→ παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
Τα
ρήματα τρέπω, -ομαι και τρέφω, -ομαι σχηματίζουν παρόμοια τον παρακείμενο στις
δύο φωνές:
τέτροφα
→ παρακείμενος του
ρ. τρέπω
τέτροφα
→ παρακείμενος του
ρ. τρέφω
τέτραμμαι
→ παρακείμενος του
ρ. τρέπομαι
τέθραμμαι
→ παρακείμενος του ρ. τρέφομαι
Τα
ρήματα φύομαι και φαίνω σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του
ρ. φύομαι
φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του
ρ. φαίνω
Τα
ρήματα χρὴ και χρῶμαι
σχηματίζουν όμοιους τύπους:
χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ.
χρὴ
χρῇ → β΄
ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
Πολλοί
τύποι του ρήματος εἰμὶ παρουσιάζουν ομοιότητες με τύπους άλλων
ρημάτων, αλλά και με κλιτούς ή άκλιτους τύπους: εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄
ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ.
εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ἡ → άρθρο
ἢ → διαζευκτικός σύνδεσμος
ἣ → αναφορική αντωνυμία (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦ → α΄
ενικό παρατατικού του ρ. εἰμὶ
ἦ → γ΄
ενικό παρατατικού με σημασία αορίστου του ρ. ἠμὶ (=λέγω).
Το
ρήμα είναι ποιητικό, ο τύπος είναι δόκιμος μόνο στον Πλάτωνα.
ἦ → επίρρημα με σημασία βεβαιωτική (= ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι)
ή
ερωτηματική (= τι; πώς παρακαλώ;)
ᾖ → γ΄
ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ.
εἰμὶ
ᾗ → β΄
ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του
ρ. ἵεμαι
ᾗ → γ΄
ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του
ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο
(= όπου, στο
μέρος το
οποίο κ.ά.)
ή
τρόπο
π.χ.
ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦν (=είπα) → α΄ ενικό παρατατικού του ρ.
ἠμὶ (=λέγω). Το ρήμα είναι ποιητικό, ο τύπος
είναι δόκιμος μόνο στον Πλάτωνα.
ἦν → παρατατικός του ρ. εἰμὶ σε α΄ και γ΄ ενικό και πληθυντικό.
ὦ → α΄
ενικό υποτακτικής
ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄
ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του
ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
Πολλοί
όμοιοι τύποι εντοπίζονται και στον σχηματισμό των παραθετικών επιθέτων και
επιρρηματων. Π.χ.:
πλέον
(τὸ) → επίθετο συγκριτικού βαθμού, ουδετέρου γένους
πλέον
→ επίρρημα συγκριτικού βαθμού
μείζονα,
μείζω → αιτιατική ενικού, αρσενικού/θηλυκού γένους, συγκριτικού βαθμού
μείζονα,
μείζω → ονομαστική/αιτιατική/κλητική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, συγκριτικού βαθμού.
πηγή: minedu.gr
Σχόλια