ἐπίσταμαι (=γνωρίζω)
Το ρήμα ἐπίσταμαι κλίνεται στον ενεστώτα και στον
παρατατικό σύμφωνα με το ρήμα ἵστημι - ἵσταμαι. Οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται ομαλά (μέλλ. ἐπιστήσομαι, αόρ. ἠπιστήθην). Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος αναπληρώνονται από το ρήμα γιγνώσκω (ἔγνωκα, ἐγνώκειν).
Προσοχή:
Το ρήμα ἐπίσταμαι δεν είναι σύνθετο από το ρ. ἵσταμαι
Άλλωστε από τη σύνθεση ἐπὶ + ἵσταμαι προκύπτει το ρήμα ἐφίσταμαι = επιστατώ.
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
|
Ενεστ.
|
ἐπίσταμαι
ἐπίστασαι ἐπίσταται ἐπιστάμεθα ἐπίστασθε ἐπίστανται |
ἐπίστωμαι
ἐπίστῃ ἐπίστηται ἐπιστώμεθα ἐπίστησθε ἐπίστωνται |
ἐπισταίμην
ἐπίσταιο ἐπίσταιτο ἐπισταίμεθα ἐπίσταισθε ἐπίσταιντο |
-
ἐπίστω/ἐπίστασο ἐπιστάσθω - ἐπίστασθε ἐπιστάσθων |
Παρατ.
|
ἠπιστάμην
ἠπίστω/ἠπίστασο ἠπίστατο ἠπιστάμεθα ἠπίστασθε ἠπίσταντο |
|||
Ενδεικτικός
σχηματισμός των άλλων χρόνων
|
||||
Μέλλ.
|
ἐπιστήσομαι
ἐπιστήσει,- ῃ
κ.τ.λ.
|
-
|
ἐπιστησοίμην
ἐπιστήσοιο
κ.τ.λ.
|
-
|
Παθ.Αόρ.
|
ἠπιστήθην
ἠπιστήθης
κ.τ.λ.
|
ἐπιστηθῶ
ἐπιστηθῇς
κ.τ.λ.
|
ἐπιστηθείην
ἐπιστηθείης
κ.τ.λ.
|
-
ἐπιστήθητι
κ.τ.λ.
|
Απαρ.
|
Μετοχή
|
|||
Ενεστ.
|
ἐπίστασθαι
|
ἐπιστάμενος
ἐπισταμένη ἐπιστάμενον |
||
Οι
ονοματικοί τύποι των άλλων χρόνων
|
||||
Μέλλ.
|
ἐπιστήσεσθαι
|
ἐπιστησόμενος
ἐπιστησομένη ἐπιστησόμενον |
||
Παθ.Αόρ.
|
ἐπιστηθῆναι
|
ἐπιστηθεὶς
ἐπιστηθεῖσα ἐπιστηθὲν |
Σχόλια