Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Δυο μέτρα μπρούτζος


Του Νίκου Δ. Δενδρή  (πηγή protagon)

Λίγες μέρες πριν ταξίδευα μακριά από το Κλεινόν Άστυ, μέσω της Ν.Ε.Ο Αθηνών-Λαμίας. Αυτής που σε κάνει να πιστεύεις ότι έχουμε πολιτισμό - πριν φτάσεις στο αίσχος των Τεμπών. Αυτής που πήρε τόσες μίζες και δεκαετίες να κατασκευαστεί.
Εκεί λοιπόν, λίγο πριν τη Λαμία, σε μία κατηφόρα του δρόμου, το μάτι γεμίζει ξαφνικά με το μπλε του Μαλιακού Κόλπου κι αρχίζει το περιβόητο Πέταλο. Αριστερά (όπως πηγαίνεις) υψώνεται το όρος Καλλίδρομο, κοφτό, απόκρημνο, επιβλητικό. Το βουνό απέχει αρκετά σήμερα από το γιαλό - χρόνια και χρόνια ο Σπερχειός κατεβάζει ιλύ - λάσπη - ξύλα και λιθάρια ριζιμιά όταν φουσκώνει, έσπρωξε την ακτή παραμέσα, υπάρχει χώρος για καλλιέργειες και σπίτια, έτσι ο φαρδύς δρόμος περνά δίπλα από ένα χωριουδάκι που λέγεται Θερμοπύλες. Μα στα παλιά τα χρόνια δεν υπήρχε μήτε δρόμος, μήτε χωριουδάκι, μήτε χωράφια και δένδρα. Το βουνό σχεδόν ακούμπαγε στη θάλασσα. Στο στενότερο σημείο ο διαβάτης που ανηφόριζε προς Θεσσαλία έβρισκε μία στενωπό, με το Καλλίδρομο στ'αριστερά, Ελληνικό απόκρημνο βράχο, πέτρα κοφτή, τη θάλασσα στα δεξιά, στη μέση μια στράτα στενή, που ίσα-ίσα χωρούσαν να περάσουν λίγοι άνδρες αγκώνα με αγκώνα:
Οι Θερμές Πύλες!
Έτσι τις λέγανε τότε - παρακάτου σα τις περνούσες, η γη ανάβλυζε αχνιστό, καυτό, κίτρινοπράσινο νερό, που βρωμούσε θειάφι, τι η πηγή πήγαινε βαθειά και ζέσταινε από τα χνώτα της γης κι έφερνε το κίτρινο υλικό από τα σπλάχνα του βουνού. Κι ακόμη μπορείς να δεις σήμερα εδώ κι εκεί λακούβες θειαφόνερο, κι αν περνάς μ' ανοικτό παράθυρο, σε πιάνει μυρωδιά κλούβιου αυγού.
Αφού περάσεις το χωριουδάκι, βλέπεις ένα λόφο στ'αριστερά κι ένα παράδρομο στα δεξιά της Εθνικής. Μπαίνεις στον παράδρομο, και βρίσκεσαι μπρος σ'ένα μακρόστενο μνημείο. Ο τόπος μπροστά χαλικόστρωτος, στη μέση όρθιο το μπρούτζινο άγαλμα ενός αρχαίου Πολεμιστή Βασιλιά. Γυμνός, Μέδουσα στην ασπίδα, σηκωμένο δόρυ, ζωσμένος σπαθί, Αρχαιοελληνικό κράνος με λοφίο. Δύο λέξεις στη βάση, Δωρικές: 'ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!'
Σταμάτησα, κατεβήκαμε, έδειξα στα παιδιά το άγαλμα. Τους είπα για τους 300 Σπαρτιάτες και το Βασιλιά Λεωνίδα, τους Θεσπιείς, τους Πέρσες, τον Εφιάλτη. Τα πέρασα απέναντι, στο λόφο του Τύμβου, που αναπαύονται τα κόκκαλα των παππούδων μας - πάνε τώρα δυόμιση χιλιάδες χρόνια.
Ανάμεσά τους κοιμάται ο αρχαίος Βασιλιάς. Πρόγονος μιας Πατρίδας που έβγαζε, βγάζει, και θα βγάζει Αγωνιστές: Πολεμιστές αρματωμένους, Μαραθωνομάχους, Μακεδόνες, Βυζαντινούς, Ακρίτες, Κλεφταρματωλούς, Ιερολοχίτες, Καποδίστριες, ναύτες στον Αβέρωφ και στον Παπανικολή, Καταδρομείς στην Κύπρο, Φαντάρους στην Αλβανία, πιλότους στο Αιγαίο. Αλλά και καθημερινούς βιοπαλαιστές - σαν εσένα κι εμένα, υπάλληλους, επιστήμονες, μηχανικούς, δάσκαλους, γιατρούς, δικηγόρους, εργάτες - ιδρώτας και αξιοσύνη τα όπλα μας, κούραση, κακεντρέχεια, φθόνος κι ανοργανωσιά ο εχθρός μας...
Και σε κάποιο ανώνυμο τάφο, κοιμάται ο Εφιάλτης, πρόγονος κι αυτός της Πατρίδας που έβγαζε, βγάζει, και θα βγάζει ομοίους του: Προδότες και κουκουλοφόρους, κλέφτες και διασπαθιστές του Δημόσιου χρήματος, ριψάσπιδες, ανυπότακτους, Γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, κονσερβοσφάχτες, αδελφοκτόνους, βολεψάκηδες, κοτζαμπάσηδες, λαμόγια, διεφθαρμένους πολιτικούς, στυγνούς επιχειρηματίες, ανίκανους συνδικαλιστάδες, δοσίλογους...
Είμαστε θαρρώ λίγο κι απ'τα δυό όλοι μας, Αγωνιστές μαζί κι Εφιάλτες... Σπάνιος λαός, αρχαίος, με φιλότιμο, πείσμα, πάθος, ελαττώματα μεγάλα, αρετές ακόμη μεγαλύτερες. Ενωθήκαμε, πιστέψαμε στον ηγέτη, μεγαλουργήσαμε, μισήσαμε τους άξιους, καταστραφήκαμε, καταστρέψαμε, προδώσαμε και προδοθήκαμε από τους δικούς μας. Πέσαμε, σηκωθήκαμε, ξαναπέσαμε και πάλι ξανά. Ένας κύκλος, ατέρμονας, κι αλοίμονο - δε βλέπω τέλος. Ίσως τελικά αυτό είναι η μοίρα του Έλληνα - αν υπάρχει τέτοιο πράμα:
"Πέψε, ξένε, στους Λακεδαιμόνιους, ότι θαμμένοι κοιμόμαστε εδώ, πιστοί στις προσταγές των."
Των όποιων Λακεδαιμόνιων. Ο όποιος ξένος.