Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ανθρωπομορφισμός και ομορφιά του θεϊκού και του ηρωικού κόσμου

Οι θεοί και οι ήρωες του ελληνικού μύθου είναι ανθρωπόμορφοι, ωραίοι, ζουν μέσα στο φως και καταφάσκουν τη ζωή έντονα. Το σύμπλεγμα αυτό των ιδιοτήτων, που στο βάθος αποτελεί ενιαία σύλληψη, καθαρά ελληνική, χρειάζεται να το με­λετήσουμε με ιδιαίτερη προσοχή.
Και στην Ελλάδα σε περασμένες εποχές πί­στευαν ότι υπάρχουν θεοί ζωόμορφοι και τερατόμορφοι. Από τα χρόνια του Ομήρου όμως τουλά­χιστον οι λίγοι ζωόμορφοι θεοί που εξακολου­θούν να λατρεύονται έχουν περιοριστεί σε από­κεντρες περιοχές, όπως π.χ. στην Αρκαδία. Η επίσημη Ολυμπιακή θρησκεία τους αγνοεί. Δη­μιούργημα, από τα πιο θαυμαστά, των ιώνων επι­κών κατά πρώτο λόγο η Ολυμπιακή θρησκεία (βλ. ΙΕΕ, τόμ. Β', σ. 70) είχε ζητήσει συστηματικά να μεταπλάσει τους θεούς κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν του ανθρώπου. Όπως παρατηρεί ο Ξε­νοφάνης, που ως φιλόσοφος δεν συμφωνεί, οι άνθρωποι πιστεύουν για τους θεούς των πως γεννιούνται όπως οι θνητοί και έχουν των ανθρώ­πων τη φορεσιά, τη φωνή και το σώμα (απόσπ. 14 DK). 0 ίδιος (απόσπ. 10-11 DK) αποδίδει στον Όμηρο και στον Ησίοδο τη δημιουργία της ελ­ληνικής θρησκείας.
Πραγματικά, οι ολύμπιοι θεοί κάθε άλλο παρά άυλοι είναι: τους φαντάζονται με σώμα ανθρώπι­νο, μόνο που έχουν δύναμη πολύ πιο μεγάλη από των ανθρώπων, αθάνατους, μόλο που κάποτε γεννήθηκαν, και αγέραστους, χωρίς ωστόσο να ζουν απαλλαγμένοι από τις σωματικές και ψυχι­κές δοκιμασίες των θνητών. Και οι ήρωες είναι ανθρωπόμορφοι και θνητοί, ξεπερνούν όμως κα­τά πολύ τους ανθρώπους στη φυσική δύναμη και, όπως οι θεοί, μοιράζονται με τους ανθρώπους τις χαρές και τις πίκρες της ζωής και έχουν τα ίδια με εκείνους πάθη και ελαττώματα, έρωτες και μίση, ζήλιες και φιλοτιμίες. Και μετά την επικράτηση της Ολυμπιακής θρησκείας ήταν φυσικό να παραμείνουν στη μυ­θολογία αρκετά ίχνη από την παλιά πίστη. Τερα­τόμορφοι εξακολουθούν να είναι ορισμένοι κα­τώτεροι δαίμονες (Πάνες, Κένταυροι, Γοργόνες, Άρπυιες κ.ά.).
              Και για τις θεότητες των ποταμών πίστευαν πως παρουσιάζονται με μορφή ταύρου ή και ως άνθρωποι με κέρατα. Η Ολυμπιακή θρησκεία δο­κίμασε και αυτούς να τους εξανθρωπίσει χωρίς απόλυτη επιτυχία όμως. 'Ετσι ο ' Ομηρος, ο πρώ­τος που ξέρουμε πιστός της, από τη μια αναφέ­ρει — για ειδικούς λόγους — τον Βριάρεο με τα εκατό χέρια (Α 402 κ.ε.), από την άλλη όμως, όταν μιλεί για τον Τυφωέα (Β 782 κ.ε.), δεν κάνει ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό για τα εκατό φιδοκέφαλα που φύτρωναν από το λαιμό του. Απόλυτα εξανθρωπισμένος παρουσιάζεται στην Ιλιάδα και ο ποταμός Σκάμανδρος. Ακόμα είναι χαρακτηρι­στικό ότι στο ι της Οδύσσειας, ενώ η περιγραφή της τύφλωσης του Κύκλωπα προϋποθέτει ότι το τέρας ήταν μονόφθαλμο, ο ποιητής, όταν κάνει πρώτη φορά λόγο γι' αυτόν (στ. 187) και ύστερα που τον παρουσιάζει (231 κ.ε.), τον περιγράφει ως πελώριο, που έμοιαζε με δασωμένη βουνοκορφή, ούτε με μία λέξη όμως αναφέρεται στο κύριο χαρακτηριστικό του, ότι δηλαδή είχε ένα μόνο μάτι στη μέση του μετώπου. Το ίδιο δίνει στον Αχιλλέα παιδαγωγό τον Φοίνικα (στο Ι της Ιλιάδας), για να αντικαταστήσει την παράδοση ότι ο ήρωας είχε ανατραφεί από τον Κένταυρο Χείρωνα, που στο κάτω μέρος του είχε σώμα αλόγου. Και όμως στο Λ 831 κ.ε. ο Αχιλλέας παρουσιάζεται να έχει μάθει από τον Χείρωνα να χρησιμοποιεί βότανα, για να γιατρεύει τις πληγές. Στην περίπτωση αυτή ο Όμηρος δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τον σοφό Κένταυρο με τον Φοίνικα.
Η τάση της Ολυμπιακής θρησκείας να διαγρά­ψει από το Πάνθεο της κάθε τερατόμορφο θεό πηγάζει από το ίδιο πνεύμα που υποχρέωσε τους επικούς να παραμερίσουν από τους λαϊκούς μύ­θους καθετί που αντιβαίνει στη φυσική πραγματι­κότητα.
Όλοι οι θεοί και οι ήρωες είναι όμορφοι, όχι βέβαια γιατί οι 'Ελληνες ήταν όμορφοι όλοι. Αν προίκισαν τους θεούς και τους ήρωές τους με ομορφιά, ο λόγος είναι πάλι ότι αυτό που δεν μπορούσαν να το χαρούν πάντοτε στην πραγμα­τικότητα το πρόβαλλαν στον ιδανικό κόσμο του μύθου. Κανένας άλλωστε λαός δεν λάτρεψε την ομορφιά τόσο όσο ο ελληνικός.
Για το κάλλος των θεών και των ηρώων, όπως παρουσιάζεται στα έργα της αρχαίας πλαστικής, δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Στον Όμηρο οι θεοί δεν συνοδεύονται από κανένα επίθετο που να αναφέρεται στην ομορφιά τους, ενώ τονίζεται το μεγαλείο τους και η δύναμη τους (π.χ. Ζευς κύδιστος, μέγιστος, Ποσειδάων ευρυσθενής). Την ομορφιά τους τη θεωρούν αυ­τονόητη, μια και ενσαρκώνουν τον τέλειο άνθρω­πο. Μόνο για τις θεές, σαν γυναίκες που είναι, γίνεται εξαίρεση (βλ. σ. 42 κ.ε.). Και για τους ήρωες ο έπαινος της ομορφιάς υστερεί, όπως είναι φυσικό, μπροστά στον έπαινο της παλικα­ριάς τους, δεν λείπει όμως. ' Εξω από το επίθετο έύς (ή ήύς τε μέγας τε = όμορφος και μεγαλό­σωμος) που συνοδεύει ορισμένους ήρωες, στην Ιλιάδα πολλοί άλλοι χαρακτηρίζονται ως όμοιοι με τους θεούς στην όψη (θεοειδής, έπιείκελος άθανάτοισι κ.ά.). Και τα ξανθά μαλλιά που δίνονται στον Αχιλλέα, τον Μενέλαο και τον Μελέαγρο είναι δείγμα ομορφιάς.
Στις γυναίκες, θεές και θνητές, η έξαρση της ομορφιάς είναι συχνή, γιατί στα χρόνια εκείνα το κάλλος ήταν μια από τις κύριες αρετές της γυ­ναίκας. Παράλληλα με μερικούς γενικούς χαρα­κτηρισμούς (καλή, περικαλλής), ο έπαινος αναφέ­ρεται στα μαλλιά τους (καλλίκομος, ευπλόκαμος κ.ά.), στα μάτια τους (βοώπις), στο πρόσωπο τους γενικά (καλλιπάρηος), στα άκρα τους (λευκώλενος, αργυρόπεζα, καλλίσφυρος). Για την Περίβοια, την κόρη του Ευρυμέδοντα, λέγεται ότι ήταν η πιο όμορφη μέσα στις γυναίκες (η 57), για την Κασσάνδρα η ωραιότερη κόρη του Πριάμου και έμοιαζε με τη χρυσή Αφροδίτη (Ν 365 κ.ε. Ω 699). Η Καστιάνειρα, μία από τις γυναίκες του Πριάμου, έμοιαζε στην κορμοστασιά με τις θεές (Θ 305), το ίδιο και η Ναυσικά, η βασιλοπούλα των Φαιάκων (ζ 16), όταν έσερνε το χορό, ξεχώριζε μέσα στις άλλες κοπέλες, όπως η 'Αρτεμη ανάμεοα στις Νύμφες (ζ 101 κ.ε.). Τέλος, η Θεσσαλία και η Σπάρτη αναφέρονται από τον Όμηρο ως καλλιγύναικες. — Ανάλογες παρατηρήσεις μπο­ρούμε να κάνουμε και στη μετα-ομηρική ποίηση: Το κάλλος είναι μια σταθερή ιδιότητα των θεών και των ηρώων, και ας μην αναφέρεται πάντοτε ρητά.
Στην Ιλιάδα ένας μόνο Αχαιός είναι χτυπητά άσχημος, ο Θερσίτης (Β 211 κ.ε.): (...). Ο ποιητής το­νίζει τη μοναδική του ασχήμια, καθώς και την αμε­τροέπεια του, την ασέβεια του μπροστά στους άρχοντες και τη δειλία του, ακριβώς για να τον παρουσιάσει ως τον αντίποδα του ηρωικού ιδανι­κού, όπως το πραγματώνουν οι άλλοι πολεμιστές, Αχαιοί και Τρώες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θερσί­της είναι από τους ελάχιστους που ο Όμηρος τον αναφέρει μόνο με το γυμνό όνομα του χωρίς γενεαλογικά στοιχεία, ουσιαστικά λοιπόν τον διαφοροποιεί από την ηρωική οικογένεια. Είναι ένας κοινός άνθρωπος, τιποτένιος, γεμάτος αναί­δεια και θράσος — Θερσίτης όνομα και πράγμα. 

(Πηγή: «Ελληνική Μυθολογία», Εκδοτική Αθηνών, 1ος Τόμος).

Εκπαίδευση και εργασία