Κυριακή 18 Μαΐου 2014

ΤΑ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΑ» ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ Η ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Του Ευάγγελου Β. Αλεξίου
Επίκ. Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θα ξεκινήσω με την ακόλουθη εμπειρία μου, όταν υπηρετούσα στη Μέση Εκπαίδευση. Υπάρχουν, ως γνωστόν, οι μαθητές που κάθονται στα πρώτα θρανία και συνήθως επιδοκιμάζουν ό,τι λέει ο καθηγητής. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που κάθονται στα τελευταία θρανία, ελάχιστα συμμετέχουν, αλλά απρόσμενα σου θέτουν μια εύστοχη ερώτηση. Ένας από αυτούς τους «Πέρσες», για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τον Λουντέμη, σήκωσε κάποια στιγμή το χέρι του και είπε: «κ. Αλεξίου, αφιερώσατε τη ζωή σας στα κλασικά γράμματα. Γιατί επενδύσατε τόσο κόπο και χρόνο σε κάτι άχρηστο για μας σήμερα;» Η ερώτηση με εντυπωσίασε και δεν έχει σημασία η απάντηση που έδωσα εγώ στον μαθητή. Αυτό που συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή είναι ότι το «ένδοξο παρελθόν» δεν καθιστά σήμερα αυτονόητη την ενασχόληση με τα αρχαία ελληνικά και ο νέος κλασικός φιλόλογος καλείται να πάρει θέση απέναντι στο πρόβλημα: τι είναι αυτό που υπηρετεί και πώς το υπηρετεί. Μόνο τότε θα μπορεί να ερμηνεύσει με πάθος τα κλασικά κείμενα, υιοθετώντας τον διάλογο με τους μαθητές του και θέτοντας σύγχρονους προβληματισμούς. Κι εδώ δεν μπορώ παρά να παραπέμψω στο βιβλίο των Hanson και Heath που μεταφράστηκε το 1999 στα ελληνικά με τον τίτλο Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; Ο θάνατος της κλασικής παιδείας και η αποκατάσταση της ελληνικής σοφίας. Το βιβλίο διατυπώνει σημαντικές αλήθειες για τον αρνητικό ρόλο που παίζουμε συχνά εμείς οι ίδιοι οι κλασικοί φιλόλογοι στη σύγχρονη περιθωριοποίηση των κλασικών σπουδών.
Τα νέα παιδιά έχουν ανάγκη από πρότυπα και συχνά ταυτίζονται με τους δασκάλους τους. Αλλά χρειάζεται και ο δάσκαλος να τα πλησιάσει μέσα από τη διαχρονική επικαιρότητα των αρχαίων κειμένων. Είναι τέτοιος ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας και τόσες πολλές οι προσεγγίσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ώστε είναι πράγματι λυπηρό το μάθημα των αρχαίων ελληνικών να αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο προς την εποχή μας. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να δώσω μερικά παραδείγματα.
Πρώτο παράδειγμα. Είναι σημαντικό για τους μαθητές να αντιληφθούν πόσο ανάγλυφα αποτυπώνονται στη γλώσσα κοινωνικές εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η έννοια δόξα. Στην ιστορική της εξέλιξη η δόξα λαμβάνει δύο κύριες σημασίες: α) γνώμη, εντύπωση, προσμονή, η υποκειμενική γνώμη για κάτι, β) γνώμη που σχηματίζουν oι άλλοι για το υποκείμενο, φήμη. H έννοια δηλώνει, κατά συνέπεια, είτε την υποκειμενική προσωπική κρίση είτε την αντικειμενική κρίση μιας κοινότητας. Με αυτή τη δεύτερη σημασία απαντά στην πόλη-κράτος, όχι όμως στην αριστοκρατική ομηρική κοινωνία.
Η αριστoκρατική αντίληψη για την υστεροφημία, ως υπέρβαση του χρόνου και του θανάτου, εκφράζεται στον Όμηρο μέσα από την ποιητική λέξη κλέος. Το κλέος βρίσκεται στη σκέψη και τον λόγο των ανθρώπων, εξαπλώνεται στον τόπo και τον χρόνο και διαρκεί ως υστεροφημία. Η δόξα έχει την ίδια σημασία αλλά στον κοινωνικό περίγυρο της πόλεως -κράτους, π.χ. της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Ως δημοκρατική αξία στην κοινότητα των ίσων πολιτών εξωτερικεύει, για παράδειγμα, την τιμητική αναγνώριση ενός αφανούς οπλίτη, μέλους της δημοκρατικής κοινότητας, ο οποίος χάνει τη ζωή του στην οπλιτική φάλαγγα. Αυτή η πολιτισμική εξέλιξη ορίστηκε εύστοχα από τον Werner Jaeger ως “πολιτικοποίηση της δόξας”, πρόκειται δηλαδή για έναν εκδημοκρατισμό της δόξας.
Δεύτερο παράδειγμα. Η αρχαία ελληνική λέξη φιλοτιμία (= φιλοδοξία) δηλώνει τη σύγκρουση ατομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Η έννοια αναδεικνύει πρωτίστως τo κίνητρο για τιμητική διάκριση, υπεροχή, δόξα. O Aριστοτέλης αντιμετωπίζει δυσκολίες στην ένταξη της φιλοτιμίας στη θεωρία της μεσότητος, επειδή η λέξη είναι αμφίσημη ως προς τη σημασία της: στoν καθημερινό λόγo άλλoτε έχει θετική και άλλoτε αρνητική σημασία, ανάλογα με το μέγεθος της φιλοδοξίας αλλά και το πώς και πού επενδύει κανείς τη φιλοδοξία του. H αρνητική σήμανσή της στα τέλη τoυ 5oυ αι. π.X., σχετίζεται με την άνοδο των προσωπικών φιλοδοξιών εις βάρoς της πόλης. O Θουκυδίδης τη συνδέει με την κακή πολιτική των διαδόχων τoυ Περικλή στην Aθήνα και με την πλεονεξία στην εμφύλια διαμάχη της Kέρκυρας. Αλλά η “χειραφέτηση του ατόμου” στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. σύμφωνα με τον A. Dihle, είναι ένα δεδομένο, το οποίο αποτυπώνεται και στη χρήση της φιλοτιμίας. Η έννοια απαντά όλο και πιο συχνά σε κείμενα του 4ου αι. π.Χ., και μάλιστα πυκνώνει η θετική χρήση της.
Πώς θα ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο; Εδώ μπορούμε να επικαλεστούμε αρχαίες τιμητικές επιγραφές, οι οποίες εκφράζουν την επίσημη γλώσσα της πόλεως-κράτους. Η ίδια η πόλη, αναγνωρίζοντας τις σύγχρονες απαιτήσεις του ατομισμού, επιβραβεύει εκείνη τη φιλοδοξία, η οποία δεν εξαντλείται στo ατομικό συμφέρον αλλά διοχετεύεται στην κοινωνική προσφορά, ενσωματώνει δηλαδή την ατομική φιλοδοξία στις κοινωνικές αξίες, ώστε αυτή να λειτουργεί προς όφελός της (ένας θεσμός τιμητικής διάκρισης ήταν π.χ. οι λειτουργίες, μια μορφή τιμητικής φορολόγησης των πλουσίων Αθηναίων).
Αποδεικνύεται έτσι με τον καλύτερο τρόπο ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος μεταβάλλεται στον χρόνο, και αυτό το δεδομένο μπορεί να αποτελέσει ένα δημιουργικό ερέθισμα για τον μαθητή του σχολείου. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς πώς στη διαχρονική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας η αρχαία έννοια φιλοτιμία, ως φιλοδοξία, εξελίχτηκε στο νεοελληνικό φιλότιμο ή πώς το επίθετο εξίτηλος (αυτός που ξεθωριάζει, ξεβάφει), το οποίο χρησιμοποιεί ο πατέρας της ιστοριογραφίας, ο Ηρόδοτος, στο προοίμιο της Ιστορίας του, διατηρήθηκε στα νέα ελληνικά ως ανεξίτηλος (π.χ. ανεξίτηλα χρώματα, τα χρώματα που δεν ξεβάφουν). Η ανακάλυψη της σχέσης ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη νέα ελληνική γλώσσα στη διαμόρφωση του πολιτισμικού γίγνεσθαι, είναι μια μαγευτική διαδικασία, η οποία απαιτεί ευρύτερες διεπιστημονικές προσεγγίσεις για την πραγμάτωσή της.
Έτσι, ο Θουκυδίδης είναι ο καταλληλότερος συγγραφέας, για να χρησιμοποιηθούν τα κείμενά του σε μαθήματα πολιτικής και κοινωνικής αγωγής, σε μια διαλεκτική σχέση του σήμερα με την αρχαιότητα. Ο ίδιος ο ιστορικός ο οποίος πιστεύει στη νομοτελειακή επανάληψη ιστορικών φαινομένων, όπως συμβαίνει και με τους νόμους της φύσεως, χαρακτηρίζει το έργο του κτήμα τε ες αιεί, παντοτινό δηλαδή απόκτημα. Είναι ένα λαμπρό εγχειρίδιο πολιτικής ιστορίας, χρήσιμο για όσους θα θελήσουν να ερμηνεύσουν τις αιτίες της επικράτησης της δύναμης στις διεθνείς σχέσεις. Η ενασχόληση σύγχρονων πολιτικών (σας θυμίζω τη μετάφραση του Θουκυδίδη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά και τις σύγχρονες αναφορές πολιτικών στον Θουκυδίδη) ή και πολιτειολόγων (το βιβλίο του Α. Πλατιά, Διεθνείς σχέσεις και στρατηγική στον Θουκυδίδη, 2η έκδ., Αθήνα 2000) θέτει το ζήτημα του πολιτικού ρεαλισμού, αυτού που αποκαλείται Realpolitik. Ο καθηγητής με ευρύτητα πνεύματος πρέπει να είναι πολύ περισσότερο υποψιασμένος από το παρελθόν και να θίγει την καθημερινά επιβεβαιούμενη αρχή του πολιτικού ρεαλισμού, η οποία συχνά αποκτά κυνικότητα. Οι αναγωγές στη σημερινή εποχή είναι επιβεβλημένες και καθιστούν εξαιρετικά ζωντανό το μάθημα των αρχαίων ελληνικών.
Στη σύγχρονη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών δεν έχουν θέση οι μονοδιάστατες ερμηνείες, αλλά πρέπει να ενισχύεται ο προβληματισμός που πηγάζει από τα κείμενα, μαζί με τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα που αυτά εγείρουν. Να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Ο περίφημος στίχος ου τοι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυ («γεννήθηκα όχι για να μισώ αλλά για να αγαπώ») συνήθως ερμηνεύεται θεολογικά, ως έκφραση ενός πανανθρώπινου ιδεώδους, του άγραφου θεϊκού νόμου της ταφής των νεκρών. Υπάρχει ωστόσο και η άλλη άποψη, με μακρά παράδοση στην κλασική φιλολογία, η οποία ανάγεται στον Hegel, σχετικά με τη διαλεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα: η Αντιγόνη εκφράζει τους παραδοσιακούς οικογενειακούς δεσμούς αίματος – δεν εννοεί ότι γεννήθηκε για να αγαπάει όλους τους ανθρώπους αλλά μόνο τον αδελφό της –, ενώ ο Κρέων εκπροσωπεί την πόλη-κράτος και τους νόμους της. Αυτή η αντιπαράθεση είναι διαχρονική και επίκαιρη, θέτει τα όρια των προσωπικών σχέσεων, ακόμη και αυτών που συνδέουν την οικογένεια, μπροστά στις επιταγές της πολιτικής κοινότητας.
Ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Πλούταρχος πρέπει να είναι πάντοτε «ζωντανές παρουσίες», όχι στεγνά κείμενα. Η στιβαρή φιλολογική κατάρτιση δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται έναν στείρο σχολαστικισμό. Στην κινητικότητα της εποχής μας ο κλασικός φιλόλογος βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις. Ένα απτό παράδειγμα είναι η σχέση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας με την πληροφορική. Μεταξύ των πολλών δυνατοτήτων που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, όχι μόνο στον ειδικό επιστήμονα αλλά και στον μαθητή του σχολείου, είναι αυτή της άμεσης επαφής με τις αρχαίες πηγές. Το TLG (http://www.tlg.uci.edu) είναι μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων που περιλαμβάνει το σύνολο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και πρέπει να υπάρχει πλέον σε κάθε σχολείο, αποτελώντας αγαπητή άσκηση για τους μαθητές στα αρχαία ελληνικά: να εντοπίσουν δηλαδή το χωρίο του αρχαίου συγγραφέα στο οποίο απαντά μια λέξη, να προσδιορίσουν τη συχνότητά της, να αναζητήσουν συνδυασμούς φράσεων κλπ. Είναι βέβαιο ότι οι μαθητές θα κινηθούν ευχάριστα και δημιουργικά στον χώρο του διαδικτύου. Στον δικτυακό κόμβο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html) υπάρχουν πάρα πολλές δυνατότητες για τον σύγχρονο φιλόλογο, ο οποίος σε συνδυασμό με την πληροφορική, μπορεί να κάνει εξαιρετικά ελκυστικό και δημιουργικό το μάθημά του, είτε πρόκειται για τα αρχαία ελληνικά είτε για τα βυζαντινά είτε για τα νέα ελληνικά.
Το μέλλον της κλασικής φιλολογίας ζητεί δημιουργικότητα και εκσυγχρονισμό των προσεγγίσεών μας. Αν εγώ οραματίζομαι στην κλασική φιλολογία την ανάγκη ενός διαλεκτικού με την αρχαιότητα ανθρωπισμού, ο οποίος θα αναζητεί και θα συγκρίνει σύγχρονες αξίες με αυτές της αρχαιότητας, αυτό είναι μια προσωπική θέση, η οποία, μεταξύ των άλλων, απαντά και στην επιτακτική ανάγκη για λύτρωση της ελληνικής κοινωνίας από την οικονομική, πολιτισμική και ηθική κρίση. Εκείνο, όμως, που ξεπερνά την προσωπική θέση και μεταβάλλεται σε καθολικό αίτημα, είναι η πτώση των τειχών γύρω από τα αρχαία ελληνικά και το τέλος της περιχαράκωσής τους γύρω από ένα δήθεν απολιθωμένο παρελθόν. Απαιτείται αγάπη και πάθος γι’ αυτό που διδάσκεις, κόπος και χρόνος, χρήση των νέων ηλεκτρονικών φιλολογικών εργαλείων, αλλά πάνω από όλα γνήσιο παιδαγωγικό ενδιαφέρον. Αυτό το εισπράττουν οι μαθητές, οι οποίοι οφείλουν να έχουν υψηλές απαιτήσεις και να είναι οι αυστηρότεροι κριτές των καθηγητών τους.
Θα ολοκληρώσω αυτή τη συμβολή, επικαλούμενος ένα δοκίμιο ενός αιρετικού κλασικού φιλολόγου και μετέπειτα μεγάλου φιλοσόφου, του Friedrich Nietzsche. Σε ένα εξαιρετικά καυστικό κείμενο με τον τίτλο«Εμείς οι φιλόλογοι», ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι η κλασική φιλολογία μπορεί και πρέπει να είναι επίκαιρη:
«Η φιλολογία ως επιστήμη του παρελθόντος δεν έχει φυσικά αιώνια διάρκεια, το υλικό της θα εξαντληθεί κάποτε. Αυτό που παραμένει ανεξάντλητο είναι η συνεχώς νέα προσέγγιση κάθε εποχής απέναντι στο παρελθόν, το να αναμετρηθείς με αυτό. Από τη στιγμή που θα υιοθετήσει ο φιλόλογος την αποστολή, να καταλάβει καλύτερα το παρόν μέσω του παρελθόντος, τότε η αποστολή του είναι αιώνια».