Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Εν αρχή ην ο λόγος


[…] Εν αρχή ην ο λόγος, λέει μια ιστορία παλιά όσο και ο κόσμος, στην οποία ο άνθρωπος είχε την εξουσία να ονομάσει τα ζώα και τα άλλα πλάσματα. Τη δυνατότητα να ονομάζει, δηλαδή να αποκαλεί, να δίνει ζωή. Το ότι η γλώσσα των Εσκιμώων έχει τριάντα έξι διαφορετικές λέξεις για το λευκό χρώμα, σημαίνει ότι ένας Εσκιμώος βλέπει τριάντα έξι διαφορετικά λευκά, ότι είναι υπαρκτά για αυτόν. Το ότι ένας Βάσκος έχει λέξη που περιγράφει τη σκιά του φυλλώματος της βελανιδιάς, διαμορφώνει το πνεύμα του και δίνει μια ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο. Το ότι ένας Ρωμαίος την εποχή της Αυτοκρατορίας κατονόμαζε τους Σκλάβους με τη λέξη «manicipium», ουδέτερου γένους, που σημαίνει «αυτό που κρατάμε στο χέρι», συνοψίζει από μόνο του το ρωμαϊκό πολιτισμό και το κοινωνικό του σύστημα. Επομένως όποιος παραβλέπει αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να σκεφτεί ολοκληρωμένα τη γλώσσα και τη χρήση της.
Σχετικά με τη χρήση της πάντως, οι απόψεις διίστανται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η γλώσσα είναι ένας κώδικας επικοινωνίας. «Σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι επικοινωνούσαν». Ή ακόμα «η γλώσσα χρησιμεύει στο να εκφράζει τη σκέψη μας», σαν να ήταν τούτο αυτονόητο και να μην είχε αποτελέσει αντικείμενο τόσων φιλοσοφικών αναζητήσεων. Αν η γλώσσα χρησιμεύει μόνο για να επικοινωνούμε, τότε συμπεραίνουμε ότι αποτελεί έναν κώδικα τον οποίο είμαστε ελεύθεροι να τροποποιούμε όταν αυτός δε λειτουργεί σωστά, να αναιρούμε δηλαδή τους κανόνες ή απλώς να τους αγνοούμε. Από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που επιμένουν ότι η γλώσσα δεν είναι κώδικας. Δε «χρησιμεύει» λοιπόν για να επικοινωνούμε, ούτε ακόμα για να «εκφράζουμε τις σκέψεις μας», χρειάζεται κατ’ αρχάς, ας μου επιτραπεί να το πω, για να σκεφτόμαστε. Η εκμάθηση της γλώσσας είναι εκμάθηση της σκέψης. Το να μαθαίνεις να γράφεις, να μιλάς και να διαβάζεις, σημαίνει να μαθαίνεις να σκέπτεσαι. Και να μαθαίνεις να σκέπτεσαι, σημαίνει να μαθαίνεις τους τρόπους οργάνωσης της πρότασης, χώρο και χρόνο, αίτιο και αποτέλεσμα, επομένως και κανόνες.
Καθώς κανείς επεξεργάζεται αυτή τη διάσταση απόψεων, παρατηρεί τελικά ότι πρόκειται για κοινό τόπο: η γλώσσα δεν μπορεί να είναι μόνο όργανο επικοινωνίας. Είναι όργανο εξουσίας και κοινωνικής διάκρισης. Όποιος δε δέχεται τους γλωσσικούς κώδικες ή δεν μπορεί να αναλύσει και να ανασυνθέσει μηνύματα, θα βρεθεί κατά πάσα πιθανότητα στην πλευρά των δυναστευομένων. Όσο και αν επιμένουμε να ανακηρύσσουμε ίσες και σεβαστές όλες τις γλωσσικές πρακτικές, όλες τις ιδιολέκτους1, η πραγματικότητα παραμένει: όποιος δε βρίσκει άλλο τρόπο να εκφράσει τον ενθουσιασμό του από ένα «είναι πολύ κουλ» ή «είναι πολύ εντάξει», είναι κατά πάσα πιθανότητα καταδικασμένος να γίνει άνεργος, σεβαστός βέβαια άλλα άνεργος. Όχι γιατί τα αφεντικά δε δείχνουν ανεκτικότητα, άλλα γιατί δεν έχουν κανέναν λόγο να φορτωθούν έναν υπάλληλο που δε θα διακρίνει όλες τις έννοιες των πληροφοριών που θα παίρνει και δε θα μπορεί να δώσει αναφορά για μια εργασία, έναν υπάλληλο που, επειδή δε θα έχει λέξεις, δε θα έχει και σκέψεις.
[…] Ζητούμενο δηλαδή στην εποχή μας είναι ο κάθε άνθρωπος (είτε είναι εργαζόμενος, είτε είναι μαθητής) να μπορεί να κατανοεί με ακρίβεια τα μηνύματα που δέχεται από το περιβάλλον, να τα αποκωδικοποιεί και να αναδιατυπώνει το λεκτικό πλούτο με σαφήνεια. Η γλώσσα, ως αρχιτεκτονική με την οποία χτίζουμε το εγώ και τον κόσμο που μας περιβάλλει, είναι αυτό που δίνει νόημα στον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και παράλληλα αυτό που τον διευθετεί. Κατ’ επέκταση, εκτός από την ουσιαστική γνώση των κανόνων της γλώσσας, η λακωνικότητα, διακύβευμα των καιρών μας, αποτελεί μία από τις πιο σύνθετες αρετές της γλώσσας και μέσα σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται αναγκαία.
Οφείλουμε βέβαια να εξηγηθούμε ως προς την άποψη που θέλει αυτόν που δεν έχει λέξεις να είναι ευάλωτος. Δεν καταδικάζουμε τίποτα και κανέναν. Κανείς δεν επιλέγει το κενό και τον πόνο. Ας εξηγηθούμε λοιπόν, πριν κάποιος βιαστεί να μας χαρακτηρίσει «σκληρούς και απόλυτους». Κάθε άνθρωπος, ακόμα και διαλυμένος, ακόμα και στο περιθώριο και τη φτώχεια, υλική και πνευματική, και ιδίως τότε, έχει δικαίωμα στο σεβασμό. Ο ίδιος είναι αξιοσέβαστος. Αλλά η όποιας μορφής ένδειά του δεν είναι, γιατί προκαλεί οδύνη. Είναι κάτι που δεν προέρχεται από επιλογή, αλλά από επιβολή. Η μη ένταξή σου στον κόσμο μπορεί να θεωρηθεί «αξιοσέβαστη», άλλα δεν παύει να είναι έλλειψη. «Η γλώσσα είναι ένα όπλο», διακηρύσσει η γλωσσολόγος Daniele Sallenave «Είναι έγκλημα να τη στερούμε από αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο».


διασκευασμένο δοκίμιο, Νατάσα Πολονύ, «Η γλώσσα διαφοροποιείται» σελ. 160-162, Τα χαμένα παιδιά μας, εκδ. Πόλις, 2007

«Τι ώρα;», «Πούλα!», «Σ’ αγαπώ»


 Όλο και συχνότερα συναντάμε ανθρώπους που κάνουν βουβοί χρήση του κινητού τηλεφώνου τους. Αν τύχαινε κάποιος να μη γνωρίζει τη δυνατότητα αποστολής και λήψης γραπτών μηνυμάτων, θα απορούσε παρακολουθώντας έναν νέο, όρθιο τη νύχτα στο δρόμο, να πληκτρολογεί στο τηλέφωνό του, ή μία μαθήτρια, στο κατάστρωμα του πλοίου να επιδίδεται σε αυτή την αθόρυβη συνδιαλλαγή.
Αν πάλι σταχυολογούσε κανείς πρόχειρα μερικά από τα χιλιάδες γραπτά μηνύματα που διασταυρώνονται αενάως και αφανώς θα ξεχώριζε σύντομες φράσεις, όπως «τι ώρα;», «πούλα!», «Ο.Κ» ή «σ’ αγαπώ». Ακόμη κι όταν τα γραπτά μηνύματα δεν είναι μονολεκτικά είναι πάντα σύντομα, καθώς οι δυνατότητες των συσκευών δεν επιτρέπουν τη χρήση περισσότερων από εκατό χαρακτήρες για κάθε μήνυμα. Αυτή η εγγενής συντομογραφική διάσταση του γραπτού μηνύματος περνά και στη μορφή της χρησιμοποιούμενης γλώσσας. Συχνά η δίφθογγος «ΟΥ» αντικαθίσταται από το λατινικό «U» και οι λέξεις συντομογραφούνται διακοπτόμενες με τελεία στο δεύτερο ή τρίτο γράμμα. Η μίξη της αγγλικής με την ελληνική είναι πολύ εντονότερη από όσο συνηθίζεται στο γραπτό λόγο, παράγοντας νέες υβριδικές μορφές γλωσσικής έκφρασης. Κι όλα αυτά μπορεί κανείς πιο εύκολα να τα διαπιστώσει στους τρόπους «κινητής» επικοινωνίας των ούτως επικοινωνούντων, που είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία, νέοι.
Το γεγονός ότι τα γραπτά μηνύματα αλλάζουν τη γλώσσα παρατηρείται ταυτόχρονα με μια αλλαγή στο περιεχόμενο της επικοινωνίας. Το καινούργιο στοιχείο, ριζικό και αναπότρεπτο, είναι ένα είδος λόγου που μοιράζεται την αμεσότητα του προφορικού με την πάγια μορφή του γραπτού λόγου. Στο γραπτό μήνυμα, συνδυάζεται η ταχύτητα μιας ατάκας κατά την τυχαία συνάντηση δύο ανθρώπων στο δρόμο, με την ακριβολογία που πρέπει να έχει η γραπτή διατύπωση στην αλληλογραφία. Συνδυάζεται η σαν επιφώνημα εντολή που ακούγεται στο χρηματιστήριο, με την ποιητική διάσταση ενός επιγράμματος.
Η τομή ξεκίνησε με τα e-mail, για να ξεκολλήσει έπειτα από τους βαρείς υπολογιστές, και να γίνει προέκταση του ανθρώπινου σώματος με τη χρήση των τηλεφωνικών συσκευών που κρύβονται μέσα σε μια κλειστή παλάμη. Επιγραμματικά, η τομή αυτή είναι τομή στη σχέση της γραφής με το χρόνο. Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να εκφωνήσεις μια πρόταση από το αντίστοιχο διάστημα που χρειάζεται για να τη διατυπώσεις γραπτώς. Επομένως ο χρόνος σκέψης κατά τη διάρκεια της ομιλίας είναι διαφορετικός από το χρόνο σκέψης κατά τη διάρκεια της γραφής. Πάνω σε αυτή τη διαφορά χρόνου σκέψης ανάμεσα στις δυο μορφές λόγου, αρθρώνεται η σημαντική διαφορά ανάμεσα στον πιο ελαφρύ και γρήγορο προφορικό, και τον πιο μνημειώδη γραπτό λόγο.
Στην περίπτωση των γραπτών τηλεφωνικών μηνυμάτων διασώζεται η μνήμη και των δυο μορφών λόγου. Από τον προφορικό διασώζεται η ιδέα ενός τρέχοντος διαλόγου. Η φύση του διαλογικού λόγου είναι ανακλαστική: μιλώ σε συνέχεια αυτού που ακούω, σε σύντομα διαστήματα εναλλαγής του λόγου ανάμεσα στους συνδιαλεγόμενους. Από το γραπτό λόγο διασώζεται αυτή η καθυστέρηση στη σκέψη, η οποία ακολουθεί το χρόνο πληκτρολόγησης του μηνύματος. Και όχι μόνον αυτό. Στο διάλογο των γραπτών μηνυμάτων υπάρχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της γραπτής επικοινωνίας: Η δυνατότητα σχηματισμού του μηνύματος, νοερά, σε ένα χρόνο σιωπής και προετοιμασίας, πιθανής ανασύνταξης των γλωσσικών δυνάμεων του χρήστη, προτού τελικά πληκτρολογήσει το μήνυμά του. Με τη γραπτή - τηλεφωνική επικοινωνία οι άνθρωποι καλούνται να ξαναγίνουν έξυπνοι χρήστες του λόγου.
Πολύ συχνά, ύστερα από έναν προφορικό διάλογο αισθανόμαστε προδομένοι από τον εαυτό μας, «ότι δεν προφτάσαμε κατά τη συνδιαλλαγή να πούμε εκείνο που θα ήμασταν σε θέση να πούμε, σκεπτόμενοι λίγο περισσότερο. Το γραπτό μήνυμα δίνει αυτό τον "λίγο χρόνο παραπάνω".
Μέσα σε αυτή τη χρονική γενναιοδωρία -που εγγράφεται παρ' όλα αυτά στην οικονομία χρήσης του σύντομου λόγου- οι (νέοι) άνθρωποι ξανασκέπτονται πώς να γράψουν, για να οικοδομήσουν το πρόσωπό τους προς τα έξω, που θα αναδύεται μέσα από τη φωτεινή οθόνη του συνομιλητή τους. Το ευφυολόγημα, το διφορούμενο, η αποστομωτική έκφραση, αλλά και η ερωτική πρόκληση ή ο ρεμβασμός ξαναδουλεύονται στο νέο μέσον, καθώς κατακλύζεται την πλημμυρίδα της γλώσσας.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γι' αυτή τη διπλή ιδιότητα της γενναιοδωρίας και της οικονομίας του λόγου και για την πιθανή σχέση -δια μέσου της οικονομίας- με τον ποιητικό λόγο. Ας σκεφτούμε αντ’ αυτού, μια οποιαδήποτε εμπειρία μακρόσυρτης τηλεφωνικής συνδιάλεξης: σε ένα ερωτικό ζευγάρι που προσπαθεί να λύσει χρόνιες διαφορές ή μια συνδιάλεξη που θέτει και επιλύει θέματα επαγγελματικά ή μια συνδιάλεξη ανάμεσα σε συνταξιούχους που ταυτόχρονα παρακολουθούν την ανοικτή τηλεόραση. Πού κατοικεί η ποίηση σε αυτό το ξεχειλωμένο μέσον της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Πουθενά. Αντιθέτως, στην επιβεβλημένη οικονομία του γραπτού μηνύματος οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ξανά εντός τους το ρυθμό στο λόγο που θέλουν να εκπέμψουν. Κι ασφαλώς, ο ρυθμός είναι ο ίδιος ρίζα της ποιητικής γλώσσας, την οποία από συστάσεως κόσμου κατοικεί ο άνθρωπος.
Βέβαια, όπως η γλώσσα δεν είναι εργαλείο, πολύ περισσότερο ένα εργαλείο -  όπως το κινητό τηλέφωνο- δεν φτιάχνει γλώσσα. Όμως φαίνεται ότι ο πολιτισμός καθ' οδόν μπορεί να παραλλάσσει ουσιωδώς αυτή τη θεμελιώδη, την εγγενή διαφορά ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Έτσι παράγονται νέες μορφές ενδιάμεσου λόγου, μεταξύ του γραπτού και του προφορικού, καθώς η τεχνολογία αλλάζει τους τρόπους διαχείρισης του χώρου και του χρόνου. Κάποτε ο Πλάτων, μιλώντας με τα λόγια ενός σοφού Αιγύπτιου ιερέως, εμφανιζόταν πολύ επιφυλακτικός προς την εισαγωγή του γραπτού λόγου στον μέχρι πρότινος προφορικό πολιτισμό. Ο Aιγύπτιoς ιερέας προέβλεπε ότι γράφοντας οι άνθρωποι θα χάσουν τη μνήμη τους, επειδή δεν τους χρειάζεται πια, αφού θα μπορούν να αποθηκεύουν το λόγο στην πέτρα (ή το χαρτί). Να που τώρα τα γραπτά μηνύματα γκρεμίζουν κάτι από το μνημειακό ­οικοδόμημα του γραπτού λόγου, εισάγοντας ξανά την αμεσότητα του προφορικού.

Ζήσης Κοτιώνης

Ασκήσεις στα ρήματα της αρχαίας ελληνικής

1. Στις παρακάτω προτάσεις να αντικαταστήσετε τα ρήματα της οριστικής με τον αντίστοιχο τύπο της  ευκτικής και της προστακτικής.

α) Εἶ δίκαιος περὶ παρόντας καὶ ἀπόντας.
β) Αἱ πράξεις εἰσὶν σκιαὶ τῶν λόγων.
γ) Ἐστὶ μέτρον παντὶ πράγματι.
δ) Ἄξιοί ἐστε φίλοι.
ε) Ὑγιὲς τὸ σῶμα ἐστί.

2. Να σχηματίσετε τον παρατατικό των παρακάτω ρημάτων. Στη συνέχεια να γράψετε το γ΄ ενικό πρόσωπο της ευκτικής του ενεστώτα.

ἀλλάττω:
πέμπω:
ἀποκρύπτω:
ἐκλείπω:
συμπράττω:
συνταράσσω:
γράφω: 
βλάπτω: 
ἁθροίζω: 
ἐγκωμιάζω:
γνωρίζω:
ἀκούω:
ἐλπίζω:
ἱδρύω:
πείθω: 
σῴζω:
3. Να μεταφέρετε τα ρήματα των παρακάτω φράσεων από τον ενεστώτα στον μέλλοντα:
α. Ὁ στρατηγὸς κελεύει θαρσεῖν.
___________________
β. Οἱ διδάσκαλοι παιδεύουσιν τοὺς μαθητάς.
___________________
γ. Ἡμεῖς λύομεν τὰς σπονδάς.
___________________
δ. Ὑμεῖς θύετε τοῖς θεοῖς.
___________________
4. Να μεταφέρετε τα ρήματα των παρακάτω προτάσεων από τον μέλλοντα στον ενεστώτα:

α. Ἡμεῖς ἀριστεύσομεν.
___________________
β. Οἱ ἄνθρωποι τοὺς θεοὺς ἱκετεύσουσιν.
___________________
γ. Οἱ πολέμιοι ἐνεδρεύσουσιν.
___________________
δ. Ὑμεῖς τοξεύσομεν ταύρους ἀγρίους.
___________________
ε. Ὁ ἁλιεὺς ἰχθῦς ἁλιεύσει.
___________________

Σχηματισμός οριστικής μέλλοντα και αορίστου συμφωνόληκτων ρημάτων

Ουρανικό, χειλικό ή οδοντικό, σχηματίζουν την οριστική του μέλλοντα όπως τα φωνηεντόληκτα, με τη διαφορά ότι από τη συγχώνευση του χαρακτήρα των ρημάτων αυτών με τον χρονικό χαρακτήρα -σ- προκύπτουν τα ακόλουθα:
Χειλικός χαρακτήρας π, β, φ (πτ) + σ ψ
τρέπ-ω τρέπ + σ τρέψω
βλάπτω (θ. βλαβ-)
 βλάβ + σ  βλάψω
Ουρανικός χαρακτήρας κ, γ, χ (ττ, σσ) + σ ξ
λέγ-ω λέγ + σ λέξω
τάττω (θ. ταγ-)
 τάγ + σ τάξω
Οδοντικός χαρακτήρας τ, δ, θ (ζ) + σ  αποβάλλεται ο οδοντικός χαρακτήρας και μένει το -σ-
πείθ-ω πείθ + σ πείσω
ψεύδω ψεύδ + σ-ω ψεύσω

Ομοίως από τη συγχώνευση του άφωνου χαρακτήρα του ρήματος με τον χρονικό χαρακτήρα -σ- στον μέλλοντα προκύπτουν τα εξής:
χειλικόληκτα: -ψα, π.χ. τρέπ-ω ἔ-τρεπ-σ-α ἔτρεψα, βλάπτω ἔβλαψα.
ουρανικόληκτα: -ξα, π.χ. λήγω ἔληγ-σ-α ἔληξα, τάττω ἔταξα.
οδοντικόληκτα: -σα, π.χ. πείθω ἔπειθ-σ-α ἔπεισα.