Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΛΑΤΙΝΙΚΑ: Η ακολουθία των χρόνων και οι δευτερεύουσες προτάσεις

 ΑΧ. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

176. Και στην αρχαία ελληνική και στη λατινική η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων προήλθε από την παρατακτική. Στη λατινική εξαρχής ήταν δυνατό κάποια λέξη της μιας από τις δύο παρατασσόμενες προτάσεις, που περιείχε ένα δευτερεύον νόημα (συνήθως αντωνυμία ή επίρρημα), με κάποιο ιδιαίτερο τόνο, να θεωρείται ότι κατά κάποιον τρόπο αυτή είναι ο κρίκος που συνδέει τις δύο προτάσεις, ότι η ίδια αυτή λέξη εισάγει την άλλη πρόταση και φανερώνει τη λογική σχέση των δύο προτάσεων.
Έτσι π.χ. ο αιτιολογικός σύνδεσμος quod (ότι, γιατί) προήλθε από την ενική αιτιατική του ουδετέρου της αναφορικής αντωνυμίας qui (§ 60), δηλ. από το quod = ό (ό,τι). Καθώς λοιπόν το quod αυτό στη σύνταξη λαμβανόταν ως αιτιατική τουκατά τι ή της αναφοράς, μπορούσε να αναφέρεται σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας, όπως hoc, illud, id κτλ. (π.χ. in hoc sumus sapientes, quod naturam sequĭmur εἰς τοῦτο σοφοί ἐσμεν, ὅ,τι [= ως προς ό,τι] τῇ φύσει ἀκολουθοῦμεν).
Αλλά στην παράταξη προτάσεων, όπως π.χ. quod me valēre putas, (id) erras (ως προς το ότι νομίζεις ότι υγιαίνω, ως πρός τούτο πλανάσαι), το quod εισάγει πραγματικό γεγονός (δηλ. τη γνώμη του άλλου για την υγεία). Αυτό όμως το γεγονός είναι δυνατό να νομίζεται και ως αίτιο εκείνου που σημαίνει το ρήμα της άλλης προτάσεως (erras), ώστε το νόημα της φράσεως να παίρνει αυτή τη σημασία: « πλανάσαι (νομίζων), διότι νομίζεις (που νομίζεις) ότι εγώ υγιαίνω ».
Με τον τρόπο αυτό από το πραγματικό quod προέκυψε το καθαρώς αιτιολογικόquod, όπως π.χ. quadeo, quod vales χαίρω, γιατί είσαι υγιής. (Πρβ. και § 154, 1, Σημ.). Το ίδιο συμβαίνει και με τον υποθετικό σύνδεσμο si, που προήλθε από το επίρρημα sic (= ούτω) και χρησιμοποιείται σε (ευχετικές) προτάσεις (§ 172, 1, γ´), όπως π.χ. sic te amet Venus! είθε έτσι να σε αγαπά η Αφροδίτη! si haberemus illos leones! είθε να είχαμε εκείνα τα λιοντάρια! (πβ. ούτω νυν Ζευς θείη - έτσι να δώσει ο θεός).
Αλλά σε παράταξη προτάσεων, όπως π.χ. ο si tacuisses∙ philosophus mansisses (= ω είθε να έχεις σιωπήσει! θα είχες μείνει φιλόσοφος), το si μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποθετικό (ω αν είχες σιωπήσει κτλ.).
β´) Για τη χρήση των χρόνων στις εξαρτημένες προτάσεις.
177Προεισαγωγή. 1) Στην αρχαία ελληνική (βλ. το συντακτικό της) είναι συνηθισμένη η έγκλιση, η οποία μεταβάλλεται στις εξαρτημένες προτάσεις ανάλογα με το χρόνο του ρήματος της κύριας προτάσεως, αν δηλ. αυτός είναι αρκτικός ή ιστορικός, (πβ. π.χ. χαίρω ότι ευδοκιμείς. Οι στρατηγοί εθαύμαζον ότι Κύρος ου φαίνοιτο, κ.τ.τ.). Ο χρόνος του ρήματος της δευτερεύουσας προτάσεως μπορεί να παραμένει ο ίδιος και όταν αλλάζει ο χρόνος του ρήματος της κύριας προτάσεως. (Π β. λέγω ταύτα, ίνα πεισθήτε - ερώ ταύτα, ίνα πεισθήτε - έλεγον ή είπον ταύτα, ίνα πεισθήτε ή ίνα πεισθείητε).
2) Στη λατινική είναι ορισμένη κάθε φορά και η έγκλιση στην οποία εκφέρεται η δευτερεύουσα πρόταση ανάλογα προς το νόημα της φράσεως (πβ. π.χ. exspectavimus dum pater venit περιμείναμε ώσπου ήρθε ο πατέρας, - exspectavimus, dum pater veniret περιμείναμε ώσπου να έρθει ο πατέρας), χρόνος όμως του ρήματος στη δευτερεύουσα πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική δεν μπορεί να μείνει ο ίδιος, όταν αλλάξει ο χρόνος του ρήματος της κύριας προτάσεως. (πβ. non sum ita hebes, ut istud dicam δεν είμαι τόσο κουτός, ώστε να ειπώ αυτό αλλά non eram ita hebes, ut istud dicĕrem δεν ήμουν τόσο κουτός, ώστε να ειπώ αυτό κτλ.). Ακολουθεί δηλ. στη δευτερεύουσα πρόταση, όταν αυτή εκφέρεται με υποτακτική, ορισμένος κάθε φορά χρόνoς της υποτακτικής, που εξαρτάται από το χρόνο του ρήματος της κύριας προτάσεως, αν δηλ. αυτός είναι αρκτικός ή ιστορικός (§ 166, 4, Σημ. β).
178. Κανόνας της ακολουθίας των χρόνων (consecutio temporum). Στη δευτερεύουσα (εξαρτημένη) πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική.
1) όταν το ρήμα της προτάσεως, την οποία προσδιορίζει η δευτερεύουσα (εξαρτημένη), είναι χρόνου αρκτικού (δηλ. ενεστώτα ή κυρίως παρακειμένου ή απλού ή τετελεσμένου μέλλοντα), τίθεται επίσης χρόνος αρκτικός, (ενεστώτας αν πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή διαρκή στο παρόν, και παρακείμενος, αν πρόκειται για πράξη τετελεσμένη ή παρελθούσα στο παρόν και τέλος μέλλων, αν πρόκειται για πράξη μελλοντική), π.χ.
quaero ερωτώ quid scribas τι γράφεις
quaesīvi έχω ερωτήσειquid scripsĕris, τι έχεις γράψει ή τι έγραψες
quaeram θα ερωτήσωquid scripturus sis τι μέλλεις
quaesivero θα έχω ερωτήσεινα γράψεις ή τι θα γράψεις.
2) όταν το ρήμα της προτάσεως, την οποία προσδιορίζει η δευτερεύουσα, είναι χρόνου ιστορικού (δηλ. παρατατικού, ιστορικού παρακειμένου, § 162, 2 α´ ή υπερσυντελίκου), τίθεται επίσης ιστορικός χρόνος, (παρατατικός, αν πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή διαρκή στο παρελθόν, υπερσυντέλικος, αν πρόκειται για πράξη τετελεσμένη στο παρελθόν ή χρονικώς πρωτύτερη από την πράξη που δηλώνει η κύρια πρόταση, και παρατατικός της περιφραστικής συζυγίας, δηλ. τύπου σε -urus essem, § 82, 1, αν πρόκειται για μελλοντική πράξη στο παρελθόν, δηλ. χρονικώς υστερότερη από την πράξη που δηλώνει η κύρια πρόταση).
quaerēbam ερωτούσαquid scribĕres τι έγραφες
quaesīvi ερώτησαquid scripsisses τι είχες γράψει ή τι έγραψες
quaesiveram είχα ερωτήσειquid scripturus esses τι έμελλες να γράψεις
ή τι θα έγραφες.
Σημείωση 1.Δευτερεύουσα πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική μπορεί να εξαρτάται και από απαρέμφατο ή μετοχή (ενεστώτα ή μέλλοντα) ή από σουπίνο, γερούνδιο ή γερουνδιακό. Οι παραπάνω τύποι στην ακολουθία των χρόνων θεωρούνται ως χρόνοι αρκτικοί ή ιστορικοί, καθόσον και το ρήμα της προτάσεως στην οποία ανήκουν είναι χρόνου αρκτικού ή ιστορικού: Alhenienses Delphos miserunt consultum, quo modo se delenderent οι Αθηναίοι έστειλαν (απεσταλμένους) στους Δελφούς, για να συμβουλευθούν (το μαντείο) με ποιο τρόπο να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. (Το σουπίνο consultum, § 75, 3, από το οποίο εξαρτάται η πρόταση quo .. defenderent, είναι χρόνου ιστορικού, επειδή το ρήμα miserunt είναι ιστορικού παρακειμένου ή αορίστου, § 162, 2, α).
Σημείωση 2.Ο ιστορικός ενεστώτας στην ακολουθία των χρόνων λογαριάζεται άλλοτε ως αρκτικός χρόνος (όπως είναι και γραμματικώς). άλλοτε ως ιστορικός (δηλ. perfectum historĭcum,§ 166, 2, α´, όπως είναι λογικώς).


Οι δευτερεύουσες (εξαρτημένες) προτάσεις.
1. Αιτιολογικές προτάσεις (Βλ. § 178).
179. Οι αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους (§ 106, 2) και εκφέρονται κανονικά με οριστική∙ αν παρουσιάζεται ότι την αιτιολογία την προβάλλει όχι αυτός που μιλάει αλλά το υποκείμενο του ρήματος της κύριας προτάσεως, τότε εκφέρονται με υποτακτική∙ (άρνηση non): Themistocles, quod non satis tutum se Argis videbat, Corcyram demigravit ο Θεμιστοκλής μετοίκησε στην Κέρκυρα, επειδή δεν έβλεπε αρκετά ασφαλισμένο τον εαυτό του στο Άργος∙ αλλά noctu ambulabat in publico Themistocles, quod somnum capere non posset τη νύχτα στους δρόμους περπατούσε ο Θεμιστοκλής, γιατί (καθώς ο ίδιος έλεγε) δεν μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος.
Με υποτακτική συντάσσεται συνήθως το αιτιολογικό cum: cum vita sine amicis insidiarum plena sit, ratio ipsa monet amicitias comparare αφου (= επειδή) η ζωή χωρίς φίλους είναι γεμάτη από ενέδρες, αυτός ο λόγος συμβουλεύει να ετοιμάζουμε φιλίες (για τον εαυτό μας).
Με υποτακτική συντάσσεται κανονικά και το non quo ή non quod (§ 106, 2), γιατί και αυτό δεν εισάγει πραγματική αιτία: litteras ad te dedi, non quod habērem magnopere, quid scribĕrem, sed ut loquĕrer tecum absens σου έδωσα (=δίνω) επιστολή, όχι επειδή έχω πολλά να σου γράψω, αλλά για να μιλήσω μαζί σου αν και είσαι απών (§ 167).
2. Υποθετικές προτάσεις (Βλ. § 178).
180. Οι υποθετικές προτάσεις εισάγονται με έναν από τους υποθετικούς συνδέσμους (§ 106, 6).
181. Στη λατινική υπάρχουν τρία είδη υποθετικών λόγων (όχι τέσσερα όπως στην αρχ. ελληνική).
1) Εκείνο που λέγεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως πραγματικό, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι πραγματικό. Η υπόθεση εκφέρεται με οριστική οποιουδήποτε χρόνου και η απόδοση με κάθε έγκλιση ανάλογα με το συμπέρασμα που βγάζει από την υπόθεση αυτός που μιλάει. (Το ίδιο και στην αρχαία ελληνική): si vales, bene est αν είσαι υγιής, έχει καλώς· si hoc fecisti, bene fecisti αν έκαμες αυτό, καλά έκαμες∙ si quid forte novi habes, scribe αν τυχόν έχεις κάτι νέο, γράψε το (§ 192, 2, α´), hoc primum videāmus, si placet αυτό πρώτα ας εξετάσουμε, αν είναι αρεστό.
2) Εκείνο που λέγεται στην υπόθεση είναι αντίθετο του πραγματικού. Υπόθεση και απόδοση εκφέρονται με υποτακτική (coniunctīvus) ιστορικού χρόνου. (Στην αρχαία ελληνική η υπόθεση εκφέρεται με το ει και οριστική ιστορικού χρόνου και η απόδοση με οριστική ιστορικού χρόνου με το αν). Si hoc negārem, mentīrer αν δεν παραδεχόμουν αυτό, θα έλεγα ψέμματα (εἰ τοῦτο ἠρνούμην, ἐψευδόμην ἄν)∙ plures interfecti essent, nisi nox puqnandi finem fecisset περισσότεροι θα σκοτώνονταν, αν δεν έβαζε τέλος στη μάχη η νύχτα (πλείονες απέθανον αν, ει μη η νυξ πέρας τῃ μάχῃ επέθηκε).
3) Εκείνο που λέγεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως δυνατό (στό παρόν ή στο μέλλον). Υπόθεση και απόδοση εκφέρονται με υποτακτική (coniunctīvus) αρκτικού χρόνου. (Στην αρχαία ελληνική η υπόθεση εκφέρεται με το ει και ευκτική και η απόδοση με ευκτική με το αν): si velis, possis (ει βούλοιο, δύναιο αν=) αν θα ήθελες, θα μπορούσες∙ si quis id fecĕret (coniunctīvus perfecti) imprudentem eum dixĕris (coniunctīvus perfecti) (ει τις τούτο ποιήσειε, ασύνετον είποις αν αυτόν =) αν κάποιος ήθελε κάμει αυτό, θά τον έλεγες ασύνετο.
Σημείωση. Αντίστοιχοι των υποθετικών λόγων του δ´ είδους της αρχαίος Ελληνικής, στους οποίους η υπόθεση φανερώνει το προσδοκώμενο, μπορούν να θεωρηθούν στη λατινική οι υποθετικοί λόγοι του α´ είδους που εκφέρονται  και στην υπόθεση και στην απόδοση με οριστική μέλλοντα si hoc fecĕris (oριστ. τετελ μέλλ), paenitebit αν κάμεις αυτό, θα μετανοήσεις (§ 166, 4). Υποθετικοί λόγοι στους οποίους η υπόθεση φανερώνει το αορίστως επαναλαμβανόμενο (π.χ ην εγγύς έλθη ο θάνατος, ουδείς βούλεται θανειv) δεν υπάρχουν στη λατινική. Σ' αυτή την περίπτωση αντί για υπόθεση χρησιμοποιείται χρονική πρόταση: poetarum libros, cum est otium, legere soleo, βιβλία ποιητών συνηθίζω να διαβάζω κάθε φορά που έχω καιρό.
3. Παραχωρητικές ή ενδοτικές προτάσεις (Βλ. § 178).
182. Οι παραχωρητικές ή ενδοτικές προτάσεις (συγγενείς προς τις υποθετικές),
1) όταν εισάγονται με τους συνδέσμους etsi, tametsi, quamquam (§ 106, 8), εκφέρονται κανονικά με οριστική (επειδή με αυτές η παραχώρηση γίνεται σε κάτι που ο λέγων το δέχεται ως πραγματικό): Datis etsi non aequum locum videbat suis, tamen confligere constituit ο Δάτις αν και έβλεπε ακατάλληλη την τοποθεσία για τους ιδικούς του, όμως αποφάσισε να συγκρουσθεί.
2) όταν εισάγονται με τους συνδέσμους licet, quamvis, ut, cum (§ 106, 8), εκφέρονται κανονικά με υποτακτική (coniunctīvus), επειδή η παραχώρηση γίνεται σε κάτι το οποίο αυτός που μιλάει δέχεται ως ενδεχόμενο ή δυνατό: Phocion fuit perpetuo pauper, cum ditissimus esse posset ο Φωκίων συνεχώς ήταν φτωχός, μολονότι μπορούσε να είναι πλουσιότατος.
3) όταν εισάγονται με το etiamsi (§ 106, 8), εκφέρονται είτε με οριστική είτε με υποτακτική (coniunctīvus), ανάλογα με το νόημα του λόγου: quod quis crebro videt, non miratur, etiamsi cur fiat nescit εκείνο που βλέπει κανείς συχνά δεν το θαυμάζει, αν και αγνοεί γιατί τούτο γίνεται· utilitas efflorescit ex amicitia, etiamsi tu eam minus secutus sis η ωφέλεια ανθεί από τη φιλία, και αν καθόλου δεν την επιδιώξεις.
Σημείωση.Πρβ. και § 172, 1. δ´.
4. Παραβολικές ή συγκριτικές προτάσεις (Βλ. § 178).
183. Οι προτάσεις που το περιεχόμενο τους εκφράζει παραβολή και σύγκριση προς το περιεχόμενο άλλης προτάσεως,
1) όταν εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες, όπως qualis, quantus, quot (§ 60) ή με αναφορικά επιρρήματα (που φανερώνουν ποιόν ή ποσό), όπως sicut, quam, quanto, κτλ. (§ 106, 8), εκφέρονται με οριστική, (επειδή η παραβολή και σύγκριση γίνεται προς κάτι το πραγματικό): qualis habēri vult, talis es (οίος νομίζεσθαι εθέλει, τοιούτος εστίν =) όπως θέλει να θεωρείται, τέτοιος είναι· haec sicut exposui, ita gesta sunt αυτά όπως εξέθεσα, έτσι πραγματοποιήθηκαν.
2) όταν εισάγονται με παραβολικούς συνδέσμους που έχουν υποθετική έννοια, όπως quasi, tamquam, κτλ. (§ 106, 8), εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (επειδή η παραβολή και σύγκριση γίνεται προς κάτι που υποτίθεται ως ενδεχόμενο και δυνατό· πβ. 172, 2, α´): Sequăni absentis Ariovisti crudelitatem velut si coram adesset, horrebant οι Σηκουανοί έφριτταν από τη σκληρότητα του Αριοβίστου, αν και ήταν απών, σάν να ήταν παρών μπροστά τους.
5. Τελικές προτάσεις (Βλ. § 178)
184. Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με έναν από τους τελικούς συνδέσμους (§ 106, 3) και εκφέρονται με υποτακτική ενεστώτα ή παρατατικού: edere oportet, ut vivas, non vivĕre, ut edas πρέπει να τρως για να ζεις, όχι να ζεις για να τρως∙ angustias Themistocles quaerebat ne multitudine circumiretur (§ 93) ο Θεμιστοκλής επιζητούσε τα στενά, για να μην κυκλωθεί από το πλήθος (των εχθρικών πλοίων).
6. Αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας (Βλ. § 178).
185. Οι αποτελεσματικές προτάσεις εισάγονται με τους συμπερασματικούς συνδέσμους (§ 106, 4) και εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (coniunctīvus) είτε το επακολούθημα της πράξεως της κύριας προτάσεως παρουσιάζεται ως πραγματικό γεγονός είτε ως ενδεχόμενο: omnes tam perterrĭti errant, ut nemo resistĕre audēret τόσο πολύ όλοι είχαν θορυβηθεί, ώστε κανένας δεν τολμούσε να αντισταθεί (πραγματικό αποτέλεσμα)· tanta vis probitatis est, ut eam in hoste etiam diligāmus τόση είναι η δύναμη της χρηστότητας, ώστε να την αγαπούμε ακόμη και στον εχθρό (ενδεχόμενο αποτέλεσμα).
186. Αποτελεσματικές προτάσεις στη λατινική συνηθέστατα ακολουθούν επίθετα ή αντωνυμίες ή επιρρήματα που έχουν επιτακτική σημασία (όπως tantus, tos, talis, κτλ. — sic, ita, tam, κτλ. βλ. παραδείγματα § 185), ακόμη:
1) έπειτα από συγκριτικά επίθετα: maiora deliquerunt, quam ut iis ignosci possitδιέπραξαν τόσο μεγάλα πλημμελήματα, ώστε να μην είναι δυνατό να τους δοθεί συγγνώμη.
2) έπειτα από απρόσωπες εκφράσεις accĭdit, evĕnit, mos ή consuetudo est, usu venit, fieri potest, factum est. To ίδιο έπειτα από τα ρήματα facere, efficere, perficere, adsequi, κ.ά.ό.: accidit, ut abessent συνέβη να είναι απόντες — spes victoriae effĭcit, ut milites fortius pugnent η ελπίδα της νίκης συντελεί, ώστε οι στρατιώτες να μάχονται με μεγαλύτερη ανδρεία. (Βλ. και § 106, 4 Σημ. quin).
7. Βουλητικές προτάσεις (Βλ. § 178).
187. Βουλητικές προτάσεις λέγονται όσες εισάγονται με βοηθητικούς συνδέσμους (§ 106, 5) και εκφράζουν το περιεχόμενο κάποιας βουλήσεως (επιθυμίας) γενικά. (Οι αντίστοιχες στην αρχαία ελληνική εκφράζονται με τελικό απαρέμφατο, στη νέα ελληνική με το να και υποτακτική. Βλ. τα παρακάτω παραδείγματα).
Οι βουλητικές προτάσεις εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (coniunctīvus) και
1) συμπληρώνουν (ως αντικείμενο) την έννοια ρημάτων που φανερώνουν εντολή, παράκληση, ευχή, επιθυμία, όπως dicere, (ad) monere, respondere, scribere, imperare, postulare, rogare, orare, petere, optare, cupere, κτλ. opto, ut salvus redeas εύχομαι να επιστρέψεις γερός∙ cura, ut valeas φρόντιζε να είσαι καλά (υγιής)∙ Pythia respondit, ut Athenienses navibus se defendĕrent η Πυθία έδωσε χρησμό οι Αθηναίοι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με τα πλοία.
2) συμπληρώνουν την έννοια τριτοπρόσωπων ρημάτων (ως υποκείμενο) ή απρόσωπων εκφράσεων, όπως sequitur, restat, reliquum est, proximum est, iustum est, prudentiae est, pietatis est, κ.ά.τ.: restat, ut doceam υπολείπεται να διδάξω∙ prudentiae est, ut sociorum saluti consulātis είναι φρόνιμο να φροντίσετε για τη σωτηρία των συμμάχων.
Σημείωση.Μετά τα ρήματα velim, malim, vellem, mallem (§ 172, 2, α´) ακολουθεί κανονικά βουλητική πρόταση σε υποτακτική χωρίς το σύνδεσμο ut, π.χ. velim pater mox redeat (βουλοίμην αν επανελθείν τον πατέρα =) Θα ήθελα ύστερα από λίγο να επιστρέψει ο πατέρας· mallem tacuisses θα προτιμούσα να σιωπούσες (§ 176). Εδώ δηλ. έχουμε απλή παράθεση μιας προτάσεως δυνητικής και μιας ευχετικής (§ 172, 1, γ´).
188. Με βουλητική πρόταση συντάσσονται και τα ρήματα που σημαίνουν (κωλύω) εμποδίζω ή (εναντιούμαι) εναντιώνομαι, όπως deterreo, impedio, prohibeo, obsto, resisto, recuso, interdico, caveo κ.τ.τ. Κατά τη σύνταξη αυτή η βουλητική πρόταση εισάγεται με το ne (και σπανίως με το quominus), όταν τα ρήματα αυτά εκφέρονται χωρίς άρνηση. Όταν όμως εκφέρονται με άρνηση, εισάγεται με το quin ή το quominus: lex impedit ne hoc fiat ο νόμος εμποδίζει να γίνει τούτο· Socrates non recusavit quin (η quominus) poenam subiret ο Σωκράτης δεν αρνήθηκε να υποστεί την ποινή (§ 106, 4, Σημ.).
189. Ενδοιαστικές προτάσεις. Είναι βουλητικές προτάσεις και προσδιορίζουν ρήματα ή φράσεις που φανερώνουν φόβο, όπως timeo, metuo, vereor, metus est, periculum est, κ.τ.τ. Εκφέρονται με υποτακτική και εισάγονται:
1) με το ne, όταν εκφράζουν φόβο μήπως γίνεται ή έγινε κάτι ανεπιθύμητο: timeo ne sero pater veniat φοβούμαι μήπως έρθει αργά ο πατέρας· timebant ne evenirentea, quae ceciderunt ανησυχούσαν μήπως γίνουν όσα συνέβησαν.
2) με το ut ή ne non, όταν ο φόβος είναι μήπως δε γίνεται ή δεν έγινε ή δε γίνει κάτι που είναι ανεπιθύμητο: timeo ut (ή ne non) sustineant milites impetum hostium φοβούμαι μήπως δεν αντέξουν οι στρατιώτες στην έφοδο των εχθρών.
Σημείωση.Πολλά ρήματα που έχουν όμοια σημασία με τα παραπάνω (§ 187, κ.εξ.) συντάσσονται (§ 154, 2) και με τελικό απαρέμφατο (όπως στην αρχαία ελληνική). Μερικά από αυτά, χωρίς διαφορά σημασίας, συντάσσονται άλλοτε με βουλητική πρόταση (§ 187 κ.εξ.) και άλλοτε με απαρέμφατο, όπως concedo, permitto ut exēas ή tibi exire σου επιτρέπω να εξέλθεις∙ prohibeo, impedio ne veniat ή eum venire τον εμποδίζω να έρθει. Συνήθως όμως η διαφορετική σύνταξη διαφοροποιεί και τη σημασία, όπως timeo exire φοβούμαι να εξέλθω (από φόβο δεν έρχομαι)∙ timeo ne moriar φοβούμαι μην πεθάνω∙ concedo tibi hoc verum esse συμφωνώ ότι αυτό είναι αληθινό — concedo tibi ut hic maneas σου επιτρέπω vα μείνεις εδώ.
8. Χρονικές προτάσεις (Βλ. § 178).
190. Οι χρονικές προτάσεις εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (§ 106, 9). Εκφέρονται:
1) με οριστική όλων των χρόνων, όταν φανερώνουν ένα πραγματικό γεγονός κατά τη διάρκεια του οποίου ή πριν από αυτό ή ύστερα από αυτό γίνεται ή έγινε ή θα γίνει κάτι: dum vivo, spero όσο ζω, ελπίζω, postquam hostes flumen transierunt, proelium commissum est αφού οι εχθροί πέρασαν τον ποταμό άρχισε μάχη∙ domi mansimus, dum pater rediit μείναμε στο σπίτι, ώσπου επέστρεψε ο πατέρας.
Σημείωση.Το χρονικό dum σε διηγήσεις με τη σημασία του «εν ῳ χρόνῳ», «καθ΄ ον χρόνον», συντάσσεται κανονικά με ιστορικό ενεστώτα αντί παρατατικού (λατινισμός): Mardonius dum apud Plataeas in primis pugnat (= pugnabat) interfectus est ο Μαρδόνιος, ενώ μαχόταν ανάμεσα στους πρώτους στις Πλαταιές, σκοτώθηκε.
To postquam, όταν στη χρονική πρόταση υπάρχει προσδιορισμός που φανερώνει χρονική διαφορά, δηλ, ποσό χρόνου που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο πράξεις, συντάσσεται με υπερσυντέλικο αντί παρακειμένου (αορίστου § 166, 2 α´): Decem annis postquam ille natus erat (= natus est), consul factus sum δέκα χρόνια αφότου εκείνος γεννήθηκε (μετά τη γέννηση εκείνου) έγινα ύπατος. (Πρβ. § 142, 2 γ´ και § 166,3).
2) Με υποτακτική (coniunctīvus), όταν φανερώνουν επιθυμία ή επιδιωκόμενο σκοπό: domi manebimus, dum pater redeat θα μείνουμε στο σπίτι ώσπου να επιστρέψει ο πατέρας expectabamus, dum hostes flumen transīrent περιμέναμε ώσπου να διαβούν τον ποταμό οι εχθροί.
Με υποτακτική εκφέρονται οι χρονικές προτάσεις ύστερα από γενικές και αόριστες εκφράσεις, όπως π.χ. est (erat, fuit) dies ή tempus κ.τ.τ.: fuit tempus, cum Germanos Galli virtute superarent υπήρξε καιρός, όταν οι Γαλάτες ξεπερνούσαν τους Γερμανούς στην ανδρεία.
Σημείωση.Όταν η χρονική πρόταση φανερώνει πράξη που πρόκειται απλώς να γίνει (και δεν εκφράζεται επιθυμία ή επιδιωκόμενος σκοπός), εκφέρεται με οριστική μέλλοντα (συνήθως τετελεσμένου): cum Roman venero, tibi scribam όταν θα έρθω στη Ρώμη, θα σου γράφω (§ 166, 4).
191. Οι χρονικές προτάσεις που φανερώνουν επανάληψη πράξεως εκφέρονται με οριστική και
1) όταν φανερώνουν γενικά αόριστη επανάληψη, με οριστική κάποιου αρκτικού χρόνου: cum sumus negotiis vacui, tum cupĭmus aliquid videre, audire, addiscere όταν είμαστε ελεύθεροι από απασχολήσεις, τότε επιθυμούμε να βλέπουμε, να ακούμε, να μαθαίνουμε κάτι· cum rus veni, ad te adeo όποτε έλθω στην εξοχή, έρχομαι σε σένα (§ 147, 3, Σημ. γ´).
2) όταν φανερώνουν αόριστη επανάληψη στο παρελθόν, με οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου: cum ruri eram, ad te adībam όποτε ήμουν στην εξοχή, ερχόμουν σε σένα∙ ubi rus veneram, venando delectabar όποτε πήγαινα στην εξοχή, διασκέδαζα με το κυνήγι (§ 75, 4).
192. Παρατηρήσεις σχετικές με το cum, το antĕquam και το priusquam.
1) Το μόριο cum (αρχαϊκώς quum) προήλθε από το quom (αρχαία αιτιατική της αναφορικής αντωνυμίας qui) και αρχική του σημασία είναι «εν ῳ χρόνῳ», «καθ᾿ ον χρόνον». Δύο χρήσεις του cum ως χρονικού συνδέσμου αξίζει να μνημονευθούν:
α´) πολλές φορές, όταν πρόκειται για άμεση ακολουθία δύο πράξεων, το cum χρησιμοποιείται έτσι που η πρόταση την οποίαν εισάγει (ως χρονική να είναι ουσιαστικά η κύρια πρόταση, και μ᾿ αυτό τον τρόπο η συντακτική σχέση κύριας και δευτερεύουσας προτάσεως παρέχεται αντίστροφη (cum inversīvum): vix hostes (flumen transiĕrant, cum proelium commissum est μόλις οι εχθροί πέρασαν τον ποταμό και αμέσως άρχισε μάχη (αντί: cum vix...transierant, proelium commissum est∙ πρβ. § 166, 3).
β´) πολλές φορές το cum χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι το περιεχόμενο της προτάσεως που εισάγεται είναι το ίδιο με το περιεχόμενο της κύριας προτάσεως, αν και παρουσιάζεται αντίθετο∙ (cum coincĭdens ή explicativum): cum tacent, clamant (εν ῳ χρόνῳ σιωπωσι, κραυγάζουσι =) εκεί που σιωπούν, φωνάζουν (η σιωπή τους είναι κραυγή).
Σημείωση.Για τις διάφορες σημασίες και χρήσεις του cum βλ. και §179, § 182, 2, § 190 και § 191.
2) Οι σύνδεσμοι antequam και priusquam προέρχονται από την ένωση των επιρρημάτων ante και prius με τον (συγκριτικό σύνδεσμο) quam (= πρότερον ή, πριν ή· πρβ. § 142, 1, β´ Σημ.).
Πολλές φορές τα συντακτικά μέρη τους χωρίζονται με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων, όπως non ante dimisit eum, quam fidem dedit (= non dimisit eum, antequam κτλ.) δεν τον έστειλε πίσω παρά αφού έδωσε πίστη.
Οι προτάσεις που εισάγονται με τους συνδέσμους αυτούς εκφέρονταν αρχικά με υποτακτική (coniunctivus), επειδή μ' αυτές φανερωνόταν σκοπός (πρβ. § 120, 2): Caesar hostes, priusquam se recipĕrent, persecutus est ο Καίσαρ καταδίωξε τους εχθρούς προτού αναλάβουν.
Όμως οι χρονικοί σύνδεσμοι antequam και priusquam συντάσσονται και με οριστική, προκειμένου περί πραγματικού γεγονότος (§ 190, 1): hostes non prius fugere destiterunt, quam ad Rhenum pervenerunt οι εχθροί δε σταμάτησαν να φεύγουν προτού φθάσουν στο Ρήνο.
Μερικές φορές όμως οι δύο εγκλίσεις εναλλάσσονται.
9. Εξαρτημένες ή πλάγιες ερωτήσεις (Βλ. § 178).
193. Οι εξαρτημένες ή πλάγιες ερωτήσεις
1) εισάγονται κανονικά
α´) οι απλές με τα μόρια ne, num, nonne ή με ερωτηματική αντωνυμία ή ερωτηματικό επίρρημα, όπως και οι αντίστοιχες ευθείες ερωτήσεις (βλ. § 174, 1 και 2).
β´) οι διμερείς με το utrum ή το ne στο πρώτο μέρος της διμερούς ερωτήσεως και με το an (ή anne) στο δεύτερο ή μόνο με το an ή το ne στο δεύτερο μέρος της διμερούς ερωτήσεως. (Πρβ. § 175 βλ. παραδείγματα παρακάτω.)
Σημεiωση. Το «ή όχι» σε διπλή εξαρτημένη ερώτηση αποδίδεται με το necne (σπάνια με το annon) quaeritur a philosophis, utrum sint dii necne ζητείται από τους φιλοσόφους, ποιο από τα δύο υπάρχουν θεοί ή όχι. (Πρβ. § 175, Σημ.).
2) εκφέρονται κανονικά με υποτακτική: quaesivit, num quid novi eo absente ecciderit ρώτησε αν συνέβη κάτι νέο, όταν αυτός απουσίαζε (Ευθ. ερώτ. Num quid novi me absente accĭdit?)∙ saepe non utile est scire, quid futurum sit πολλές φορές δεν είναι ωφέλιμο να ξέρει κανείς τι θα συμβεί∙ nesciebam, quo fugĕrem αγνοούσα που να φύγω∙ inter praetores magna est contentio, utrum moenibus se defendant an obviam eant μεταξύ των στρατηγών υπάρχει μεγάλη διαφωνία, ποιο από τα δύο να αμυνθούν από τα τείχη ή να αντεπιτεθούν (κατά των εχθρών)∙ neutri sciebant, vicissent victine essent κανένας από τους δύο δεν ήξερε αν είχαν νικήσει ή είχαν νικηθεί.
194. Πλάγιες ερωτήσεις που εισάγονται
1) με το si (= ει, αν) συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων ή προτάσεων που σημαίνουν απόπειρα (όπως και στην αρχαία ελληνική): circumfunduntur hostes, si quem aditum reperire possent συνωθούνται οι εχθροί ολόγυρα, μήπως θα μπορούσαν να ανακαλύψουν κάποια είσοδο (Πβ. ο Κύρος ίεται, ει τι δύναιτο βοηθήσαι)∙
2) με το an (= ει, αν) μετά τα ρήματα dubito, nescio, haud scio, κ.τ.τ, μετά τη φράση incertum est, κ.ά.ό.: dubito an hoc verum sit αμφιβάλλω αν αυτό είναι αληθινό∙
Σημείωση.Οι φράσεις dubito an, nescio an, haud scio an, incertum est an, κ.τ.τ. λαμβάνονται συνήθως βραχυλογικώς ως ισοδύναμοι προς το επίρρημα ίσως: tanti tibi honores habiti sunt, quanti haud scio an nemini τέτοιες τιμές του αποδόθηκαν, όσες ίσως σε κανέναν άλλον.
3) με το quin (= ότι δεν, να μη, να - όστις δεν) μόνο ύστερα από ρήματα-ή φράσεις αρνητικές ή φράσεις ερωτηματικές που ισοδυναμούν με αρνητικές. (Στην αρχαία ελληνική αντί πλάγιες ερωτήσεις έχουμε ειδικό απαρέμφατο): nemo dubitat, quin ante Homērum fuerint poetae κανένας δεν αμφιβάλλει ότι πριν από τον Όμηρο υπήρξαν ποιητές∙ non recuso, quin tibi oboedium δεν αρνούμαι να υπακούω σε σένα∙ quis est (= nemo est) quin hoc intellĕgat? ποιος είναι που δεν κατανοεί τούτο; (πβ. αρχ. ελλ.: ο δ᾿ αναίνετο μηδέν ελέσθαι).
Σημείωση.Το μόριο quin από το qui (αρχαία αφαιρετική της ερωτηματικής αντωνυμίας qui, § 60, Σημ. 1) και το αρνητικό ne (= ου, δεν πβ. ne-scio οὐκ οἶδα· neuter ουδέτερος) αρχική σημασία του είναι πώς όχι; πώς δεν; όπως quin respondes? πώς (γιατί) δεν αποκρίνεσαι;
Έπειτα το quin με υποτακτική (coniunctivus) προτρεπτική ή δυνητική (§ 172, 1, α´ και 2, α´) έγινε παρακελευσματικό (= άγε, ίθι, εμπρός ας, ας). Π.χ. από σειρά φράσεων όπως hoc fiĕri potest? Quin? experiāmus (= δύναται τοῦτο γενέσθαι; πῶς; πειραθῶμεν ἤ πειραθείημεν ἄν), προήλθε έπειτα το quin experiamus (ἄγε πειραθῶμεν =) εμπρός ας δοκιμάσουμε.
To quin έπειτα από την απλή παράθεση δύο ανεξάρτητων προτάσεων (§ 176) μιας αρνητικής (ή που έχει αρνητική έννοια) και μιας ερωτηματικής που συνδέθηκαν στενότερα έγινε εισαγωγικό πλάγιας ερωτήσεως. Π.χ. από το quin tibi oboediam? non recuso (πώς να μην υπακούσω σε σένα; δεν αντιλέγω ή non recuso∙ quin libi oboediam? προήλθε κατόπιν το non recuso, quin tibi oboediam (Βλ. και § 188).
10. Αναφορικές προτάσεις (Βλ. § 178)
195. Οι αναφορικές προτάσεις (όπως και στην ελληνική) διακρίνονται
1) σε κυρίως αναφορικές, δηλ. αναφορικές προσδιοριστικές ή διασαφητικές, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους εκφέρονται με κάθε έγκλιση (όπως και στην ελληνική): odi homines, qui mali sunt μισώ τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι κακοί· nemo est, qui hoc neget (negaverit) κανένας δεν υπάρχει που θα μπορούσε να αρνηθεί αυτό (§ 170, 2, α´)· bonum tibi librum dono, quem legĭto σου χαρίζω καλό βιβλίο, το οποίο να διαβάσεις.
Σημείωση 1.Στην αναφορική προσδιοριστική πρόταση μπορεί να τεθεί υποτακτική (conuinctivus) αντί οριστική «καθ᾿ έλξιν» προς υποτακτική που υπάρχει στην κύρια πρόταση (attractio modi έλξη εγκλίσεως); quis eum dilĭgat, quem metuat? (αντί metuit) ποιος μπορεί να αγαπά εκείνον που φοβείται; πβ. έρδοι τις, ην έκαστος ειδείη  τέχνην (Βλ. § 152 , 4, γ´).
Σημείωση 2.Η σύνδεση αναφορικής προσδιοριστικής προτάσεως με την κύρια πρόταση πολλές φορές είναι τόσο χαλαρή, ώστε η αναφορική αντωνυμία που εισάγει την αναφορική πρόταση ισοδυναμεί με δεικτική που συνοδεύεται από έναν παρατακτικό σύνδεσμο (et, autem, igitur κτλ.): multas ad res perutiles Xenοphontis libri sunt: quos legĭte, quaeso, studiose (= eos igitur legite κτλ.) σε πολλά πράγματα είναι πολύ ωφέλιμα τα συγγράμματα του Ξενοφώντα∙ αυτά λοιπόν, παρακαλώ, να τα διαβάζετε με επιμέλεια. (Παρόμοιες συντάξεις της ος βλ. στο συντακτικό της αρχ. ελληνικής).
2) σε επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις, δηλ. αναφορικές αιτιολογικές, υποθετικές, τελικές, αποτελεσματικές, ενδοτικές, παραβολικές. Από αυτές:
α´) οι αναφορικές αιτιολογικές, (που κατά κανόνα ακολουθούν μία επιφωνηματική έκφραση),
β´) οι αναφορικές τελικές,
γ´) οι αναφορικές αποτελεσματικές και
δ´) οι αναφορικές ενδοτικές
εκφέρονται κανονικά με υποτακτική· π.χ. ο fortunate Achilles, qui (= cum) Homērum praecōnen factorem invenĕris ω ευτυχισμένε Αχιλλέα, που (= διότι) ήβρες τον Όμηρο κήρυκα των κατορθωμάτων σου (πρβ. § 179)∙ legati Delphos missi sunt, qui (= ut) deum consulĕrent στάλθηκαν πρέσβεις στους Δελφούς, για να συμβουλευθούν το θεό (πβ. § 184)∙ non is sum, qui (= ut) terrear δεν είμαι τέτοιος, ώστε να εκπλήσσομαι (πβ. § 185 και δες § 151, 2, Σημ.)· Athenienses, qui (= cum) barbaris numero inferiores essent, tamen victoriam consecuti sunt οι Αθηναίοι, μολονότι αριθμητικά ήταν κατώτεροι από τους βαρβάρους, όμως κατόρθωσαν να νικήσουν (πβ. § 182)∙
Σημείωση.Με αναφορική αποτελεσματική πρόταση συντάσσονται συνηθέστατα τα επίθετα aptus, idoneus, dignus, indignus∙π.χ. vir est dignus, qui (= ut) laudētur ο άνδρας είναι άξιος, ώστε να επαινείται.
ε´) οι αναφορικές παραβολικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική: tantum scimus, quantum memoria tenemus τόσα ξέρουμε όσα κρατούμε στη μνήμη (μας)·
στ´) οι αναφορικές υποθετικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική ή υποτακτική, όπως οι αντίστοιχες υποθετικές: qui (= siquis) tacet, consentire videtur όποιος (= αν κάποιος) σιωπά θεωρείται ότι συμφωνεί (πβ. § 181, 1)∙ qui (= si quis) hoc credĕret, erraret όποιος (= αν κάποιος) θα πίστευε αυτό, θα έκανε σφάλμα. (Πρβ. § 181, 3).