Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Η οξύτητα του χρόνου και η «μνημοθήκη»

Διασκευασμένο απόσπασμα από άρθρο του Παντελή Μπουκάλα, 19/12/2004.

Δύσκολη τέχνη η τέχνη του χρόνου, του ξοδέματός του. Και φαίνεται ότι τη ξεμαθαίνουμε όλο και πιο εύκολα στους καιρούς της ταχύτητας που γεννηθήκαμε. Ποιας ταχύτητας δηλαδή. Μόνο η ψευδαίσθησή της μας καταδιώκει. Αγοράζουμε όλο και πιο εξελιγμένες συσκευές κινητών τηλεφώνων, τάχα για να επιταχύνουμε την επικοινωνία μας, την επαφή μας με τους άλλους· και καταλήγουμε να εξαντλούμε την επικοινωνία μας στο παίγνιο των γραπτών μηνυμάτων (ακόμα κι αν είναι να ευχηθούμε «χρόνια πολλά»), γιατί δεν παραθέλουμε ν’ ακούσουμε τη φωνή του άλλου και φοβόμαστε μήπως και μας καλέσει στη γιορτή του και ανατρέψει το αυστηρό χρονοπρόγραμμά μας. Ή αγοράζουμε όλο και πιο γρήγορα αυτοκίνητα «για να προλαβαίνουμε» και τελικά το μόνο που καταφέρνουμε είναι να στενοχωριόμαστε ακόμη περισσότερο, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε πως όσο χρόνο έκαναν πριν από τον πόλεμο τα γαϊδουράκια για να έρθουν από τα Μεσόγεια στην Αθήνα, άλλο τόσο χρόνο (περί τη μιάμιση ώρα δηλαδή) δαπανά το τούρμπο μας με τα δεκάδες μηχανικά άλογά του για να καλύψει την ίδια, «μπουκωμένη» απ’ τα τετράτροχα απόσταση.
Είναι δυο φρασούλες, δυο χιλιοτριμμένα κλισεδάκια: «ξεκλέβω λίγο χρόνο» η μία, «σκοτώνω το χρόνο μου» η άλλη. Εδώ η γλώσσα, κι η σκέψη που της υπαγορεύει το ρυθμό, δοκιμάζει να αντιστρέψει το παιχνίδι, το παιχνίδι της κλοπής στη μια περίπτωση, το παιχνίδι του θανάτου στην άλλη. Ότι ο χρόνος είναι κλέφτης ανενδοίαστος, αν όχι και αναιδής, είναι ακράδαντη πεποίθηση των ανθρώπων. Το ίδιο ακλόνητη είναι η και η πεποίθηση για το χρόνο–θάνατο, η οποία εγκαθίσταται μέσα μας μόλις μας πρωτοπικράνει το φαρμάκι της θνητότητας· όταν φεύγει κάποιος δικός, μικραίνει ο ορίζοντας και νιώθουμε πως, άσχετα με ό,τι όριζε η πρώτη νιότη μας, τότε που αισθανόμασταν αθάνατοι, θα ’ρθει κάποτε η στιγμή που θα πολιτογραφηθούμε και εμείς στην απέραντη δημοκρατία του θανάτου. Με την πλεκτάνη της γλώσσας, λοιπόν, αντιγυρίζουμε τα χρωστούμενα στο χρόνο, κλέβουμε τον κλέφτη. Και, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, «σκοτώνουμε την ώρα μας». Γιατί όταν τη σκοτώνουμε, όταν δεν επιχειρούμε να τη μετατρέψουμε σε χρήμα με τη «φιλοσοφική λίθο» της απληστίας, όταν τη «χαραμίζουμε» ειρωνευόμενοι εκείνο το ασφυκτικό δόγμα που τρυπάει το μυαλό μας, πως τάχα «ο χρόνος είναι χρήμα», είναι σαν την ανασταίνουμε με τα δικά μας μαγικά (το χάζεμα, την αργοσχολία, τη βραδύτητα).
Λογοπαίγνια ή «παίγνια εν ου παικτοίς». Πιθανόν. Αλλά και πάλι, μια κάποια λύση μάς τη δίνει ο Παλλαδάς:
 «Θέατρο ο βίος, και παιχνίδι. Μάθε λοιπόν να παίζεις,

τις έγνοιες σου παραμερίζοντας· αλλιώς, τον πόνο υπόφερε».