Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Διάφορα ἀποσπάσματα

Περὶ ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς

...Διὰ τῆς πατροπαράδοτου ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἄλλα καὶ αὐτὰ τῶν Θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα διὰ τῆς αὐτῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας.
Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τότε Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσιν αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανὴ εἰς τὴν ἀκοὴν τουλάχιστον. Ἂς δοκιμάσῃ τις νὰ μεταφράσῃ ἓν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ, ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. Π.χ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...». Θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσῃ πνέμμα (ἢ πλέμμα ἢ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...». Ἀξίζει ἀλήθεια νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάνα τοῦ Θεοῦ μας...
Πλὴν θὰ εἴπῃ τις, ἀντὶ νὰ μεταφρασθῶσι τὰ ὑπάρχοντα, ἂς ποιηθῶσι νέα ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα ὑπὸ τῶν δοκίμων ποιητῶν μας.
Ναί, βέβαια, λέγομεν ἡμεῖς, καὶ εἶναι τόσον εὔκολον τὸ πρᾶγμα!... νὰ ἐμφυσηθῇ ζωὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ, νὰ δοθῇ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή !... Καὶ ποῦ εἶναι οἱ δόκιμοι ποιηταί μας;... Καὶ ἂν τοιοῦτοι ὑπάρχουν, αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται περισσότερον διὰ τὸν Νίτσε καὶ τὸν Ἴψεν παρὰ διὰ τὰ κατ᾿ αὐτοὺς σκουριασμένα ντόπια πράγματα!...
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία... Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Εἴπομεν ὅτι διὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοᾶς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου: Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα. Ἐκ τούτου παρέλαβον καὶ οἱ Δυτικοὶ τὰ παρ᾿ αὐτοῖς plain-chant.
Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».
Εἶναι ἄρα τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος κανονικώτατον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἀνήκει εἰς τὸν πλάγιον δ´ ἢ τὸν βαρὺν ἦχον. Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέλληται ὁ μὲν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως.
Οἱ περὶ πάντα ἐπιπόλαιοι καὶ ἀταλαίπωροι νεωτερισταὶ κατέκριναν καὶ τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος καὶ εἶπαν ὅτι τοῦτο εἶναι «ἐπίῤῥινον» δῆθεν καὶ κακόζηλον. Εὗρον δὲ καὶ τινὰς καινοτόμους ἱερεῖς, οἵτινες πεισθέντες εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη.
Ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός...

Ὁ ἐθνικὸς χορὸς καὶ ἡ μουσική

... Ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ περισωθῇ ἐκ στοματικῆς παραδόσεως ἡ μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων· ἄρα ἡ βυζαντινὴ εἶναι μεσαιωνικὴ καὶ ἀφόρητος εἰς τὰ ἀριστοκρατικὰ ὦτα τῶν παρ᾿ ἡμῖν νεοπλούτων.
Ἀλλὰ δὲν ἐσώθη ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων τὸ σχῆμα καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ὀρχήσεως; Δὲν φαίνεται ὅτι ὁ τσάμικος καὶ ὁ συρτὸς καὶ ὁ καλαματιανὸς εἶναι ὅμοιοι μὲ τὸν κύκλιον καὶ τὸν πυῤῥίχιον τῶν παλαιῶν μας προγόνων; Διατὶ τότε ἀποῤῥίπτουσι τὸν ἐντόπιον, τὸν ἐν κύκλῳ καὶ γραφικότητι καὶ πλαστικότητι σωμάτων χορόν, καὶ ἀσπάζονται τὸν ξενικόν, τὸν κατὰ ζεύγη;
Ἁπλούστατα, διότι τοὺς ἀρέσει ὁ πολιτισμὸς τῶν Ἑσπερίων καὶ μόνον πρὸς τὸ θεαθῆναι ἐπιτηδεύονται ὅτι εἶναι θαυμασταὶ δῆθεν τοῦ ἀρχαίου περικαλλοῦς κόσμου.
Εἶναι ἴδιον τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἐν μέτρῳ καὶ λογικῇ προσέγγισις τῶν δυὸ φύλων, ὁ δὲ ἄγαν συγχρωτισμός, ὅπως φαίνεται εἰς τὴν κατὰ ζεύγη ὄρχησιν, ἰδιάζει εἰς τὸν πολιτισμὸν τῆς Δύσεως. Εἰς πανηγυρικὸν δεῖπνον ἐν ἑλληνικῇ οἰκίᾳ, φέρ᾿ εἰπεῖν, καθέζονται ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς δύο ἡμικύκλια ἀπέναντι ἀλλήλων. Μόνον παρ᾿ Ἀσιανοῖς, αἱ γυναῖκες ζῶσαι περιωρισμέναι, δὲν ἐμφανίζονται πρὸ τῶν ἀνδρῶν, συνειθίζονται δὲ δικτυωτὰ καὶ καλύπτραι. Ταῦτα εἶναι τὸ ἓν ἄκρον. Τὸ ἄλλο ἄκρον ἀπαντᾷ εἰς τὰ ἤθη τῶν Ἑσπερίων.
Εἰς γεῦμα ἐν Εὐρωπαϊκῇ οἰκίᾳ ἕκαστος τῶν ἀνδρῶν ὁδηγεῖ μίαν γυναῖκα (ὄχι ποτὲ τὴν ἰδικήν του πρὸς Θεοῦ!) εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου παρακαθίζουσιν οἱ δαιτυμόνες ἐναλλάξ, εἷς ἀνήρ, μία γυνή, καθότι οὕτω ἀποτελεῖται, λέγουσι, σωστὴ ἀνθοδέσμη. Ὁποῖον φράγκικον ἄρωμα ἀναδίδει αὕτη, καὶ πόσον χαρακτηριστικὸν εἶναι πράγματι, τὸ ἀέναον τοῦτο ζευγάρωμα καὶ ἀναζευγάρωμα!
Ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμός, ὅπως καὶ ὁ Ὀρθόδοξος πολιτισμὸς καὶ αὐτὸ τὸ πρέπον καὶ ὁ ὀρθὸς λόγος, θέλουσι τὴν ἐν μέτρῳ προσπέλασιν καὶ παῤῥησίαν τῶν δυὸ φύλων, ὄχι τὸ ἄγριον καὶ ἀπρόσιτον τῶν Ἀσιανῶν, ὅπερ εἶναι μᾶλλον ἐπικίνδυνον, ἀλλὰ τὴν μετὰ συστολῆς καὶ σεβασμοῦ ἐπικοινωνίαν. Διὰ τοῦτο ἐφυλάχθη παρ᾿ Ἕλλησιν ὁ ἁγνότερος οἰκογενειακὸς βίος καὶ ἡ ἁγνότης τῆς γυναικός, ἔμεινε δὲ ἀσφαλὴς καὶ ἄσυλος μέχρις ὀγδόου βαθμοῦ ἡ συγγενικὴ στοργή, ὅπως καὶ ἡ κοινωνικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ἀλληλεγγύη, ἐνῶ ἔξω τῶν ὀρθοδόξων ἑλληνικῶν κοινωνιῶν, ἐπισήμως καὶ καθιερωθείσης τῆς αἱμομιξίας, μεγάλη σύγχυσις ἐπῆλθε, καὶ διαφθορὰ ἠθῶν· ἐντεῦθεν ἐκφυλισμὸς καὶ βαθεῖα κοινωνικὴ νόσος.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἤθη πρὸ πολλοῦ ἤρχισαν, καὶ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη διαρκῶς νὰ μᾶς εἰσάγωσιν εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὅπως δὲν ἀσπάζονται τὸν ἐθνικὸν χορόν, ἴσως διότι δὲν εἶναι ἀρκετὰ συγχρωτιστικὸς τῶν μελῶν, οὕτω ἀποῤῥίπτουσιν καὶ τὴν ἐθνικὴν μουσικήν, ἐπειδὴ δὲν ἀρκετὰ γαργαλιστικὴ τῶν ὤτων. Καὶ ἂν ἦτο δυνατὸν ἐπιστημονικῶς ν᾿ ἀποδειχθῇ ὅτι ἡ βυζαντινὴ εἶναι αὐτούσιος ἡ μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πάλιν οἱ Λεβαντῖνοι θὰ τὴν ἀπέῤῥιπτον, τάχα ὡς ἀπηρχαιωμένην καὶ ἔξω τῆς μόδας. Διότι, ὅπως εἶναι τις ἱκανὸς νὰ αἰσθανθῇ καὶ ἐκτιμήσῃ πρᾶγμα τόσον ἁβρόν, ὅσον ἡ βυζαντινὴ μουσική, πρέπει νὰ ἔχει ἢ ἁπλότητα ἢ λεπτότητα. Ἀλλ᾿ ἡ παρ᾿ ἡμῖν ψευδοαριστοκρατία τὴν μὲν ἁπλότητα δυστυχῶς ἀπώλεσε πρὸ πολλοῦ, εἰς βαθμὸν δὲ τινὰ λεπτότητος οὐδέποτε κατώρθωσε νὰ φθάσῃ.
Ἄλλως, ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον ἑλληνικὴ ὅσον πρέπει νὰ εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα ὡς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ᾿ εἶναι ἡ μόνη γνήσια καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δι᾿ ἡμᾶς, ἐὰν δὲν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων.

Ὡρισμένα ῥητά

Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾷ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθὺ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα.
Ἡ πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς...
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Τὸ πονηρὸν πνεῦμα μαστίζει κατὰ θείαν παραχώρησιν τοὺς ἐναρέτους τῶν ἀνδρῶν.
Πρέπει νὰ παρηγορώμεθα, διότι εἰς τοιούτους δυστυχεῖς καιρούς ὅπου εὑρέθημεν, στενὰ εἶναι πανταχόθεν καὶ δὲν ὑποφέρομεν ἡμεῖς μόνον, ἀλλ᾿ ὁ κόσμος ὅλος.

Χιοῦμορ

Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ, ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν.
«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ»
Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα ὁ Παπαδιαμάντης μιλάει γιὰ τὴν ἐπιδημία χολέρας τοῦ 1865…

Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμα τί καθ᾿ ὁ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου. 
«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ»

Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πεῖνα παρήγαγεν τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησεν τὴν πολιτικήν. 
«Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»

Γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπῃ νἄχῃ μεγάλη τύχη, νὰ εὕρῃ στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δύο. Πρέπει νὰ φάῃ σπίτια, νὰ καταπιῇ χωράφια, νὰ βουλιάξῃ καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατὸ θαλασσοδάνεια, τὸ διάφορο κεφάλι. 
«Τὰ βενέτικα»

Ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε τὰς ἀράχνας διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὰς μυΐας, παρεχώρησε νὰ ὑπάρχουν οἱ τοκογλύφοι, διὰ νὰ τιμωροῦνται οἱ μέθυσοι καὶ οἱ ὀκνηροί. 
«Ὁ πεντάρφανος»

-Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὗραν τρόπον κι ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κι ἡ μῦγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κι οἱ μουσίτσες; -Καὶ τὰ μικρόβια; (…) -Κι ὁ ψύλλος, τάχα, ποῦ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώσῃ; εἶπεν ἡ δασκάλα. -Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος. Ὅλοι ἐκάγχασαν. -Μὰ ἡ ψείρα; -Ὤ, ἡ ψείρα; χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴ γενειάδα τοῦ Νῶε. 
«Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας»


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Ἡ παρακάτω συνομιλία τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸν Π. Νιρβάνα ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης δούλευε μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ ὡς μεταφραστὴς στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολη (1892). Τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρνε ἦταν ἀρκετά, μὰ δούλευε ἀτελείωτες ὧρες συχνὰ μέχρι τὰ μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα ἀπὸ γαλλικὲς καὶ ἀγγλικὲς ἐφημερίδες, χωρὶς διακοπή, οὔτε τὶς Κυριακές. Σπάνια ὁ Γαβριηλίδης τὸν ἄφηνε νὰ φύγει νωρίτερα, μόνο ὅταν ἀργοῦσε τὸ εὐρωπαϊκὸ ταχυδρομεῖο ἢ ὑπῆρχαν πολλὲς ἑλληνικὲς εἰδήσεις.
-Γιὰ ποῦ τόσο βιαστικός; τὸν ρώτησε. -Ἄφησέ με, τοῦ ἀπάντησε ὁ Παπαδιαμάντης. Τρέχω νὰ προφτάσω τὸν ἥλιο. Ἔχω ἕνα μήνα νὰ τὸν δῶ καὶ τρέχω νὰ τὸν προφτάσω πρὶν βασιλέψει. 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Ἐκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

Ἐντυπωσιακὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Π. Νιρβάνα, ποὺ δούλεψε μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη στὸ «ΑΣΤΥ» τὴν περίοδο 1899-1902: Μοῦ μένει ἐντυπωμένη ἡ πρώτη φορά, ποὺ εἶχε ἔρθει ν᾿ ἀναλάβῃ ὑπηρεσία στὸ γραφεῖο. Ὁ κ. Κακλαμάνος, ἀφοῦ τοῦ μίλησε γιὰ τὴ δουλειά, ποὺ εἶχε νὰ κάνῃ, ἔφτασε μὲ κάποια ἐπιφύλαξη καὶ στὸ ζήτημα τοῦ μισθοῦ. -Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατὸν πενήντα δραχμές… τοῦ εἶπε. Ὁ Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σὰ νὰ ἔκανε κάποιους ὑπολογισμοὺς μὲ τὸ νοῦ του. -Μήπως εἶναι λίγα τοῦ εἶπε δειλὰ ὁ κ. Κακλαμάνος, ἕτοιμος ν᾿ αὐξήσῃ τὸ ποσό, ποὺ εἶχε προτείνει. Τότε ἄκουσα ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴ μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ ἄνθρωπος σὲ τέτοια στιγμή. -Πολλὲς εἶναι 150… εἶπε. Μὲ φτάνουνε 100… Καὶ ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλός, χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη. 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Ἐκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη στὴν ὁδὸ Σαρρῆ, κοντὰ στοῦ Ψυρῆ. Ἐκεῖ ἔτρωγε, ἐκεῖ ἔπινε, ἐκεῖ συναντοῦσε τοὺς φίλους του, καὶ ὅποτε εἶχε ἔμπνευση, ἀποτραβιόταν στὸ βάθος κι ἔγραφε κάποιο διήγημα. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μπακάλικου, ὁ κυρ-Δημήτρης ὁ Καχριμάνης τὸν σεβόταν καὶ τοῦ ἔκανε πίστωση, ἐνῷ τοῦ εἶχε πάντα φυλαγμένο φαγητὸ ἐκτὸς ἀπὸ Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης νήστευε καὶ τοῦ ἔφερναν λαδερὸ φαγητὸ ἀπὸ τὸ γειτονικὸ μαγειρεῖο τοῦ μπαρμπα-Γιώργη. Συχνὰ ὁ Παπαδιαμάντης καλοῦσε καὶ τὸν ἐξάδελφό του Ἀλ. Μωραϊτίδη γιὰ νὰ φᾶνε μαζί. Τὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη τὸ προτιμοῦσε γιατὶ διέθετε πολὺ καλὸ κρασί. Καθόταν ὧρες ἀμίλητος καὶ παρατηροῦσε τὸν κόσμο ποὺ ἔμπαινε γιὰ νὰ ψωνίσῃ. Εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια σύχναζε σ᾿ αὐτὸ τὸ μαγαζὶ καὶ ἀρκετὰ ἀπ᾿ τὰ διηγήματά του τὰ ἐμπνεύστηκε ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἔζησε ἐκεῖ. 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Ἐκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης θυμᾶται μία ἐπίσκεψή του στὴ Σκιάθο, τὸ 1930: «Σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ γριὰ ἀδερφή του ἔκλαιγε καθὼς μᾶς μιλοῦσε γι᾿ αὐτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινὴ ράτσα. Τὸ σπιτάκι καθαρὸ καὶ ἀσπρισμένο, μία μεγαλωμένη φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στὸν τοῖχο στὴν κάμαρα ὅπου πέθανε. Ἀπὸ τὸ παράθυρο ὡς τὸ μικρὸ σκιαθίτικο τζάμι, ἕνα στρῶμα κατάχαμα σκεπασμένο μ᾿ ἕνα κιλίμι. Ἐκεῖ πάνω ξεψύχησε (2 Ἰανουαρίου), ἀφοῦ ζήτησε νὰ τὸν σηκώσουν καὶ νὰ τὸν καθίσουν κοντὰ στὴ φωτιά. Τὸ μόνο βιβλίο του ποὺ εἶδα πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι, μία φτηνὴ ἀγγλικὴ ἔκδοση (Omnibus) τοῦ Σαίξπηρ.» 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΜΕΡΕΣ Α´» Ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ


ΕΤΕΡΑ ΡΗΤΑ

  • Ἄνευ ψεύδους οὐδεμία ὑπόθεσις εὐοδοῦται. 
    «Χρῆστος Μηλιώνης»
  • Μία δυστυχία δὲν ἔρχεται ποτὲ μόνη της. 
    «Ἡ χτυπημένη»
  • Τώρα ὅμως ἡ πράγματι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καὶ κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον κατὰ πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη. 
    «Ἰατρεία τῆς Βαβυλῶνος»
  • Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς Ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρῃ σώματα καὶ ψυχάς. 
    «Οἱ χαλασοχώρηδες»
  • Καὶ ἐξ ὅλων τῶν καρπῶν ὁ μόνος, ὅστις δὲν χρῄζει οὔτε καιροῦ οὔτε ὥρας διὰ νὰ ὡριμάσῃ, εἶναι ὁ σατανικὸς ἔρως. 
    «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»
  • Ἀπορῶ, πάτερ μου, πῶς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἐν τῇ ὑπ᾿ αὐτοῦ δημιουργηθείσῃ φύσει αἴσθημα ἰσχυρότερον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως. 
    «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»

  • Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοῦ μνησθῶ.
  • Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὁ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
  • Ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴ τουλάχιστον. Ἂς δοκιμάσῃ τις νὰ μεταφράσῃ ἓν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...» Θ᾿ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...» Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
  • Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾷ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
  • Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία νὰ κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα.
  • Ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα.
  • Ὁ Χριστὸς εἶπεν «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δὲν εἶναι δι᾿ ὅλους, ἀλλὰ δι᾿ ἐκείνους «οἷς δέδοται», ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τί δὲν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
  • Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία... Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.

Μικρὲς ἱστορίες γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη

Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν κλειστὸς τύπος. Μιὰ φορὰ ὅμως πῆρε τὸ θάρρος καὶ ἀπήγγειλε στὸν Μητσάκη ἕνα ἐρωτικό του ποίημα. Ἐκεῖνος θέλοντας νὰ τὸν πειράξει:
-Ὥστε ἔτσι, κύριε Ἀλέξανδρε! Ἔχουμε ἔρωτες καὶ τοὺς τραγουδοῦμε τόσο ὄμορφα!
-Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες, ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει!

Στὶς ἐφημερίδες δούλευε κυρίως ὡς μεταφραστής. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ εἶχε ἕνα καταχθόνιο μυστικό: Ἔκανε ἀκατανόητα στὴ μετάφραση τὰ βλάσφημα κηρύγματα τῶν σοφῶν!
«Καταχθόνιο μυστικὸ ἑνὸς χριστιανοῦ καὶ ἁμαρτία ἑνὸς ἁγίου», σημείωσε ὁ Παῦλος Νιρβάνας.

Ὅταν πρωτοπῆγε νὰ δουλέψει στὸ «Ἄστυ», ὁ Κακλαμάνος μὲ κάποια δειλία καὶ ἐπιφύλαξη τοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀμοιβή:
- Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι 150 δραχμές, εἶπε.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔμεινε σκεπτικός, σὰ νὰ λογάριαζε κάτι.
- Μήπως εἶναι λίγα; ρώτησε δειλὰ ὁ Κακλαμάνος, ἕτοιμος νὰ αὐξήσει τὸ ποσό.
- Πολλὲς εἶναι 150! ἀποκρίθηκε ὁ «κοσμοκαλόγερος». Μὲ φθάνουν 100.
Κι ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλὸς χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη.

Ρήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη
ἐπιλεγμένες ἀπὸ τὰ πεζογραφήματα καὶ ποιήματά του

«… Ἡ βλασφημία εἶναι φυσικὸν προϊόν της δυστυχίας καὶ οὐχὶ τῆς ἀπιστίας…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν”

«… Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ ἀπελπισία λαλούσι μὲ ἀποσιωπητικά…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν”

 «… Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πείνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν.
Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου.
Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου… καὶ διὰ τῆς βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτως τοὺς λεγόμενους πολιτικοὺς ). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφω σκοτία τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν”

                    
«… Πάσαν σημαντικὴν κάκωσιν δύναται ἡ φύσις νὰ ὑπομείνει : τὴν πεῖναν, τὸ ψύχος, τὴν ὀδύνην καὶ τὴν ἔνδειαν. Ἀλλ᾿ ἡ ἔνδεια τῆς καρδίας, ω, αὐτὴ μαραίνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν. Ἐπὶ τῆς γῆς δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει τιμωρία σκληροτέρα τῆς ἀστοργίας καὶ τοῦ μονήρους βίου…»
 Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ γυφτοπούλα”

«… Ἡ μεγίστη ἐπιθυμία τοῦ γήρατος εἶναι τὸ νὰ δύναται τὶς νὰ δώσει εἰς ἄλλους τὴν εὐτυχίαν, χωρὶς νὰ τὴν ἔχει αὐτός. Τί λέγω ; Τοῦτο καθ᾿ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν μεγίστην εὐτυχίαν. Μὴ φθόνει, ὢ θνητέ. Τοῦτο εἶναι θεῖον, διότι οἱ θεοὶ μόνοι δύνανται νὰ καθιστῶσιν εὐτυχεῖς. Καὶ ὁ Πλάτων ὁρίζει οὕτω τὸ θεῖον, παρέχων αὐτῷ γνωρίσματα τοιαῦτα : «ἀγαθός, φθόνου ἐκτὸς ὧν». Ὅταν δύναται τὶς νὰ εἶναι ἐκτὸς φθόνου, τότε ἀληθῶς εἶναι ὑπεράνθρωπος, τότε ἐξαίρεται, τότε θεοῦται…»
 Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ γυφτοπούλα”

«… Ἡ φλόγα τοῦ ἔρωτος εἶναι πείρα καὶ εἰκὼν καὶ τύπος τοῦ αἰωνίου πυρὸς τῆς Κολάσεως…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ γυφτοπούλα”

«… (Ἀφροδίτη ). Πάντες οἱ θεοὶ ἐγκατελείφθησαν, καὶ οὐχὶ αὐτὴ μόνη. Τουναντίον, αὕτη ἧττον των ἄλλων ἐγκατελείφθη. Πάντες οἱ θεοὶ ἐσυκοφαντήθησαν, ἀλλ᾿ οὐχὶ ὅσον αὐτή. Πάντων των αἰώνων οἱ ὑποκριταὶ καὶ οἱ ταρτοῦφοι ὑπὲρ πάσας τὰς θεᾶς τὴν Κύπριδα ἐσυκοφάντησαν. Δὲν ὑπῆρξε βωμολοχία καὶ ψεῦδος, ὅπερ νὰ μὴ ἐξετόξευσαν κατὰ τῆς ἁπλουστάτης ταύτης καὶ ἀθωοτάτης θεότητος, ἥτις ἐπλάσθη κατὰ φύσιν, ὡς ἔπρεπε νὰ πλασθεῖ, καὶ οὐδὲν ἔγκλημα εἶχε. Δὲν ὑπῆρξεν ἰλὺς καὶ βόρβορος, δὶ᾿ οὐ δὲν ἔχραναν τὸ πρόσωπον τῆς θεᾶς ταύτης οἱ ζωφεροὶ τοῦ μεσαίωνος τρωγλοδύται, δὲν ὑπῆρξε ράκος, δὶ᾿ οὐ δὲν ἐζήτησαν νὰ καλύψωσι τὴν γυμνότητα τῆς περικαλλοῦς ταύτης μορφῆς οἱ σεμνότυφοι ἐκεῖνοι σχολαστικοὶ ! Καὶ ἐν τῷ κρυπτῶ μὲν ἔθυον εἰς αὐτὴν καὶ εἰς τὸν Διόνυσον καὶ εἰς τὴν ἀγέλην αὐτοῦ, ἐν τῷ φανερῶ δὲ ὕβριζον καὶ διέσυρον. Παρηγορήθητι, ἀτυχὴς θεά, μέχρις οὐ ἔλθει ἡμέρα καθ᾿ ἣν πάντες οἱ λατρευταί σου ἀναφανδὸν εἰς σὲ θὰ θύωσι, καὶ οὐδεὶς θὰ τολμᾶ πλέον νὰ σὲ συκοφαντήσει…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ γυφτοπούλα”

«… Πῶς δύναται τὶς νὰ γίνει ἀνὴρ χωρὶς ν᾿ ἀγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον, καὶ δεκάκις ν᾿ ἀπατηθεῖ ; …»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ὁλόγυρα στὴ λίμνη”

«… Καὶ ἐξ ὅλων των καρπῶν ὁ μόνος, ὅστις δὲν χρήζει οὔτε καιροῦ οὔτε ὥρας διὰ νὰ ὡριμάση, εἶναι ὁ σατανικὸς ἔρως.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν”

«… Ἄνευ ψεύδους οὐδεμία ὑπόθεσις εὐοδοῦται.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Χρῆστος Μηλιώνης”

«… Πᾶς ἄνθρωπος ἐργάζεται δι᾿ ἑαυτόν, ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐργάζεται διὰ τοὺς ἄλλους…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ μαυρομαντηλού”

«… Μία δυστυχία δὲν ἔρχεται ποτὲ μόνη της.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ χτυπημένη”

«… Τώρα ὅμως ἡ πράγματι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καὶ κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον κατὰ πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος”

«… Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκῆς Ἀντίχριστος. Αὕτη γεννὰ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ χαλασοχώρηδες”

«… καὶ μὲ τὴν γλώσσαν τὴν ἐλυποῦντο – ὤ, ἡ λύπη, ὁ οἶκτος αὐτός, ὁ ὑβριστικότερος πάσης ὕβρεως !…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ πιτρόπισσα”

«… Ἀπορῶ, πάτερ μου, πῶς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ὑπάρχη ἐν τῇ ὑπ᾿ αὐτοῦ δημιουργηθείσῃ φύσει αἴσθημα ἰσχυρότερον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως.»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν”

«… Ἐγὼ εἶμαι ποὺ εἶμαι ναυαγὸς εἰς τὴν ξηράν… Ἀλλὰ σὺ μὴν ἐμπιστεύσεις εἰς τὴν θάλασσαν, μὲ τὰ φελούκια ποὺ κάνουν νερά, μήτε εἰς τὰς γυναίκας… Ἀγάπες, ἐπέφερεν ἀποτόμως ἔξαφνα, ἀγάπες, θλιβερέ μου φίλε… Ὤ, μὴν ἔχεις πίστιν εἰς τὶς ἀγάπες ! Πίστευσέ με, ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ ὡς κοινωνικὸν ζῶον ἔπρεπε ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς πάντας, ὅλον τὸν κόσμον, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἀνάγκην των καὶ δὲν ἠμπορεῖ μόνος νὰ ζήσει, μ᾿ ὅλα ταῦτα, κατ᾿ οὐσίαν, οὐδένα ἀγαπᾶ, εἰμὶ μόνον τὸν ἑαυτόν του, τὸν ὁποῖον καὶ φθείρει ἀπὸ τὴν πολλὴν φιλαυτίαν… Δὶ᾿ αὐτὸ λέγει κι ἕνα τροπάρι τὴν Μεγάλην Σαρακοστὴν – ἐσὺ ξεύρεις ἀπ᾿ αὐτὰ – πῶς λέγει ;… - «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι…».
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια”

«… Ἡ δὲ γυνὴ ἕνα φοβεῖται, τὸν ἄνδρα». Τῆς γίδας τὰ κέρατα εἶναι κυρτά, εἰς σημεῖον ὑποταγῆς, φαίνεται, εἰς τὸν ὑψηκέρατον τράγον. Τῆς κότας ἡ λοφιὰ εἶναι ἀμαυρὰ καὶ ταπεινή, καὶ τοῦ πετεινοῦ εἶναι κόκκινη, ὑψηλὴ καὶ ἐξηρμένη, καὶ ὅλον τὸ σῶμα του μὲ ὑψηλὰ σκέλη ἀνωρθωμένον. Παντοῦ ἡ ὑποταγὴ τῆς θηλείας εἰς τὸν ἄρρενα…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη”
                                                                      
                 
                                          
«… Εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα καὶ ἄρθρα”

«… Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ ἔπρεπε νὰ βλέπει μακράν, ὡς φάρον παμφαή, τὴν λαμπρᾶν αἴγλην τῆς ἀρχαίας χωρὶς νὰ ἔχει τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λιμήν…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα καὶ ἄρθρα”

«… Αὐτὸ πουλάκι μ᾿, δὲν εἶναι πράμα ποὺ θὰ κρυφτεῖ. Ἔχεις ψαλίδι γιὰ νὰ κόψεις τὶς γλῶσσες ὅλων των κοριτσιῶν ; … Καὶ νὰ τὶς κόψεις, πουλάκι μ᾿, ἄλλες θὰ φυτρώσουνε. Μιὰ θὰ κόφτεις, δύο, τρεῖς, τέσσαρες θὰ βγαίνουνε… Δὲν ἔχουν παιδεμὸ τῶν γυναικῶν οἱ γλῶσσες…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Τῆς δασκάλας τὰ μάγια”

«… Καὶ εἶτα προσέτι (ὁ γερὸ-Φραγκούλας), παρεκάλει διὰ τοῦ ἄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξει τὰς πράξεις,    ἐνώπιόν των Ἀγγέλων…».
Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνει πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ρεμβασμὸς τοῦ 15/Αὐγουστου”

«… Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δῆποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμει δημοσία τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσει εἰς ὕψος καὶ φανεῖ καὶ αὐτὸς γίγας.
     Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του. Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη.
«Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοῦ μνησθῶ».
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Λαμπριάτικος ψάλτης“
«… Καὶ τώρα, μετὰ εἴκοσιν ἔτη, ὅταν ἤρχισα ἤδη νὰ φθίνω, ἀφοῦ κατὰ κόρον ἐγεύθην τῆς ζωῆς ὅλην τὴν τρύγα καὶ τὴν πικρίαν, ἐὰν ἐγὼ ἐζήτουν νὰ ζώσω μὲ κηρίον τὸν ναὸν τῆς Μάρτυρος, οὔτε κηρίον πλέον ἁγνὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὕρω, διότι ἀπὸ πολλοῦ ὅλοι οἱ κηροπλάσται ἐπώλουν νοθευμένα κηρία, καὶ οἱ μελισσοτρόφοι αὐτοὶ εἶχον μάθει νὰ νοθεύωσι τὸ κηρίον πρὶν τὸ πωλήσουν. Καὶ ὁ ναΐσκος τῆς Ἁγίας εἶχε περιέλθει εἰς παρακμὴν καὶ ἀτημελησίαν οἰκτράν, διότι ἡ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μεγάλως εἶχεν ἐκπέσει ἐν τῷ μεταξύ. Δύο εἰκόνες λαδωμέναι καὶ φθαρμέναι ὑπῆρχον μόνον εἰς τὸ τέμπλον τὸ σαπρόν, ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δεξιά, καὶ ἀριστερὰ ἡ εἰκὼν τῆς ἀμνάδος του, τῆς στρεφούσης πρὸς αὐτὸν τὸ πρόσωπον, καὶ φαινομένης ὡς νὰ ἔκραζε μεγάλη τῇ φωνῇ:
«Σέ, νυμφίε μου, ποθῶ!».
Αἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου εἶχον γίνει ἄφαντοι. Ἴσως εἶχον ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὰς χείρας φιλαρχαίων ἢ ἐραστῶν τῆς Βυζαντινῆς τέχνης…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ Φαρμακολύτρια”

 «… Εἶναι παρατηρημένο ὅτι κανένας περισσότερο ἀπὸ ἕνα μισόστραβο δὲν ἠμπορεῖ νὰ πεῖ μὲ τί ὁμοιάζει ἕνα πράμα ποὺ δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται… Καθὼς κι ἕνας στραβομούρης ἠμπορεῖ νὰ κάμει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον μορφασμοὺς καὶ παντομίμες…κι ἕνας ποὺ δὲν εἶναι πολὺ καθαρόγλωσσος ἠμπορεῖ νὰ μιμηθεῖ καλύτερα ἕναν τραυλὸν καὶ ψευδόν…κι ἕνας μισοαγράμματος ἠμπορεῖ νὰ διαβάσει καλύτερα ἕνα κακογραμμένο γράμμα…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Βαρδιάνος στὰ σπόρκα”

Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγε τὶς, ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες, διὰ νὰ ἀποδειχθῆ, ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν.
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα”

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ: «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


Ρήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη, μέρος δεύτερο

Γιὰ ν᾿ ἀποκτήση κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπη νάχη μεγάλη τύχη, νὰ εὔρη στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δύο. Πρέπει νὰ φάη σπίτια, νὰ καταπιῆ χωράφια, νὰ βουλιάξη καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατὸ θαλασσοδάνεια, τὸ διάφορο κεφάλι.
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Τὰ βενέτικα”

   Ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε τὰς ἀράχνας διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὰς μυΐας, παρεχώρησε νὰ ὑπάρχουν οἱ τοκογλύφοι, διὰ νὰ τιμωροῦνται οἱ μέθυσοι καὶ οἱ ὀκνηροί.
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ὁ πεντάρφανος”..

- Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὔραν τρόπον κι ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κι ἡ μύγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κι οἱ μουσίτσες; -Καὶ τὰ μικρόβια; (…) -Κι ὁ ψύλλος, τάχα, ποῦ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώση; εἶπεν ἡ δασκάλα.
- Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος. Ὅλοι ἐκάγχασαν. - Μὰ ἡ ψείρα;
- Ὤ, ἡ ψείρα; Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴ γενειάδα τοῦ Νῶε.
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας”

«… Ὤ! ἑπτάκις μόνον !… ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ θὰ εἶχον τώρα ἀνάγκην νὰ περιζώσω τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας !… Τοσάκις εἶχε περιεζωσμένην τὴν καρδίαν μου ἡ ἄκανθα τῆς πικρᾶς ἀγάπης, τοσάκις τὴν εἶχε περισφίξει τὸ ἑρπετὸν πάθος, τὸ δολερόν…εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ἠσχυνόμην νὰ ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ ἤδη τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον… Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ προσφέρω λαμπάδας καὶ μοσχολίβανον, πρὸς τί νὰ περιζώσω μὲ κηρία τὸν ναόν; Ἡ Ἁγία ἠδύνατο ἴσως νὰ μὲ θεραπεύσει, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐπεθύμουν νὰ θεραπευθῶ. Θὰ ἐπροτίμων νὰ καίωμαι εἰς τὴν φλόγαν τὴν βραδείαν… Ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον Ἅγιοι δεχόμενοι τὰς εὐχὰς τῶν ἐρώντων; … Τάχα ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Φαρμακολυτρίας, εἰς τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο μεγαλομάρμαρον κτήριον, τὸ αἰνιγματῶδες, νὰ ὑπῆρχε τὸ πάλαι ἱερόν της Ἀφροδίτης, νὰ ὑπῆρχε βωμὸς τοῦ Ἔρωτος;
Ὤ! καὶ ὅμως ἐτηκόμην… ὥρας–ὥρας ἐπεθύμουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ.
Βοήθει, Ἁγία Ἀναστασία…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ Φαρμακολύτρια”

«… Τὸ σκολειὸ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Ἔγινε γιὰ νὰ μαζώνουνται οἱ κλῆρες, τὰ παλιόπαιδα, τὰ διαβολόπουλα. Πῶς μπορεῖ, τὸ λοιπόν, ἕνας γονιὸς νὰ τὰ ἔχει μπελὰ ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ ; Καὶ ποῦ συφτάνεται ἕνας φτωχὸς νὰ τὰ θρέψει ; Μπορεῖ νὰ τὰ χορταίνει κομμάτια ; Μήπως χορταίνουν, οἱ διαόλοι, ποτὲ ; Καὶ εἶναι ἱκανὴ μία χήρα γυναίκα νὰ τρέχει ἀπὸ γιαλὸ σὲ γιαλό, ἀπὸ βράχο σὲ βράχο, γιὰ νὰ τὰ συμμαζώνει ; Γιατί πληρώνεται ὁ δάσκαλος ; Γιὰ νὰ ἔχει τὸ βάρος αὐτό, νὰ εἶναι οἱ γονιοὶ ἥσυχοι.
Ὅταν εἶναι συμμαζωμένα ἐκεῖ – δά, μὲς στὸ σκολειό, γλιτώνει ὁ γονιὸς καὶ κάμποσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ἂς τρῶνε τὰ θρανία, ποὺ εἶναι ξύλινα, ἂς τρῶνε τοὺς πίνακες καὶ τὰ χαρτιά τους, τοὺς τοίχους καὶ τὸ πάτωμα, γιὰ νὰ εἶναι οἱ νοικοκυραῖοι ἡσυχότεροι γιὰ τὲς ἀχλαδιές των, τὲς βερικοκιές των, τὲς συκιές καὶ τ᾿ ἀμπέλια των. Ἡ καθεμιὰ πανδρεμένη, τὸ λοιπόν, πρέπει νὰ ἔχει μέρος γιὰ νὰ ξεφορτώνεται τὴν κλήρα της, ποὺ οἱ πλιότεροι ἄνδρες λείπουν χρόνο - χρονικῆς, ἡ καθεμιὰ χήρα πρέπει νὰ ἔχει μέρος γιὰ νὰ ρίχνει τὸ στριγγλικό της, τ᾿ ἀρφανό της. Ἡ καθεμιὰ ἀρχόντισσα νὰ ἔχει μέρος γιὰ νὰ βάζει τὸν πάπο της, τὸν χῆνο της, κι ἡ καθεμιὰ φτωχὴ τὸ θάρρος της καὶ τὴν ἀπαντοχή της. Αὐτά…»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ δασκαλομάνα”

    Ἡ γλώσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ἄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῆ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰώνας νὰ εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴ τουλάχιστον. Ἂς δοκιμάση τὶς νὰ μεταφράση ἐν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδη ὅτι ἡ γλώσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ἄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. "Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…" Θ᾿ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῆ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). "Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…" Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποῦ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων των ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾶ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιόν της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία νὰ κρίνη εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα.
Ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν "Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω" καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δὲν εἶναι δὶ᾿ ὅλους, ἀλλὰ δι᾿ ἐκείνους "οἶς δέδοται", ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τί δὲν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ πότε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἰς βαθὺ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννὰ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ἄσματα πρέπει νὰ γίνη πρῶτα καὶ νέα θρησκεία... Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποῦ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Ἀλ. Παπαδιαμάντης

Νὰ ἔλθῃς μόνον...

Εἰς ἕνα μνῆμ᾿ ἀγνώριστο μικροῦ κοιμητηρίου
δὲν θέλω νὰ τὸ βλέπωσιν ἀκτίνες τοῦ ἡλίου,
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ ἀπεχθὴς ἰτέα
νὰ τὸ σκιάζῃ. Καταιγὶς ἂς τὸ κτυπᾶ βιαία!

Καὶ δὲν ποθῶ θυμίαμα, δὲν θέλω ψαλμωδίαν,
νὰ ἔλθῃς μόνον σὲ ζητῶ, μίαν θαμβὴν πρωΐαν,
νὰ βρέξῃς μ᾿ ἕνα δάκρυ σου τὸ διψασμένον χῶμα,
κι ἂς σβύσῃ μὲ τὸ δάκρυ σου καὶ τ᾿ ὄνομά μου ἀκόμα...

Ἀλ. Παπαδιαμάντη «Ρόδινα Ἀκρογιάλια»
* * *
«… Ἦταν ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ ἐγενήθης,
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες.
Ὄντας σὲ ἔπλασ᾿ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες …»

 Ἀλ. Παπαδιαμάντη

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ: «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ